Η μητέρα του είχε σταθεί μπροστά στην πόρτα του μπάνιου σε μια απελπισμένη προσπάθεια να
κρύψει το πολύτιμο δωμάτιο, αλλά ο Γερμανός αξιωματικός δεν ξεγελάστηκε. Η καθαριότητα,
πρωταρχική παράδοση και υποχρέωση για τους εκπροσώπους του Τρίτου Ράιχ, μοιραία οδηγούσε
στην επίταξη. Τους έστειλαν λοιπόν σ’ ένα ημιυπόγειο στη γωνία Παύλου Μελά και Ζεύξιδος,
απέναντι ακριβώς από την κομαντατούρ.
Βέβαια μετά από πενήντα τόσα χρόνια, όσο κι αντιστέκεται η μνήμη, τα γεγονότα ξεθωριάζουν. Εδώ
τόσοι και τόσοι άνθρωποι, πάνω στην αστραφτερή τους νιότη, μπήκαν στο χώμα και ξεχάστηκαν,
τι ν’ απομείνει απ’ το μικρόσωμο, αλήτικο σκυλάκι, το πρώτο σκυλάκι που είχε, το πρώτο και το
τελευταίο. Είχαν πάει για λίγο καιρό σε συγγενείς τους στην Περαία για ν’ αποφύγουν τους
βομβαρδισμούς των Εγγλέζων και όταν γύριζαν έτρεχε πίσω τους κουνώντας την ουρά του και
γαυγίζοντας. Το ζήτησε επίμονα και δεν του χάλασαν χατίρι.
Δεν έμοιαζα καθόλου με τα σημερινά σκυλιά της ράτσας και της μόδας, τόσο καλοθρεμμένα με
εδικές τροφές, με το γυαλιστερό τους τρίχωμα, τόσο όμορφα αν και γεμίζουν τα πεζοδρόμια με
ακαθαρσίες. Μα μήπως έμοιαζε η εποχή, μήπως έμοιαζαν αυτοί οι ίδιοι; Ήταν σπάνια τα αυτοκίνητα
και δεν υπήρχαν καταστήματα πολυτελείας στη γειτονιά, τα παιδιά ήταν χλομά κι αδύνατα, όχι
βέβαια από δίαιτα, οι λέξεις άγχος και αλλοτρίωση μέσα τον πλούτο ήταν άγνωστες, όσο οικείες ήταν
η πείνα και το χουνί, ο φόβος και ο θάνατος.
Ένα σκυλάκι που κουνάει την ουρά του φιλικά κι έχει μια υγρή, τρυφερή μουσούδα σημαίνει πολλά
για ένα μικρό παιδί. Όλη τη μέρα έπαιζαν μαζί στον δρόμο, τη νύχτα κοιμόταν στο χαλάκι της εισόδου,
ένας αστείος φύλακας μπροστά στις απειλές της εποχής. Αν του είχε δώσει όνομα θα ήταν κοινότατο
κι αυτό όπως ο κάτοχος του. Το μόνο που ξεκάθαρα θυμάται είναι τα μάτια του.
Ο Γερμανός έκανε μανούβρες με τη μοτοσικλέτα και, πάνω στην πιο μεγάλη χαρά του παιχνιδιού,
πάτησε το σκυλί. Εκείνο σύρθηκε μέχρι τη μεγάλη εξώπορτα του μεγάρου, έβγαλε κάτι μακρόσυρτες
παραπονιάρικες φωνούλες κι εκεί, αργά κι επώδυνα, ξεψύχησε. Οι γείτονες είχαν κάνει έναν κύκλο
γύρω του κι εκείνος έκλαιγε βουβά, τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του, στο στόμα του
η αλμυρή τους γεύση και η συντέλεια του κόσμου. Ήρθε σε λίγο κι ο Γερμανός και στάθηκε
λυπημένος πάνω από το σκυλί. Δεν το ήθελε, ήταν ολοφάνερο. Είναι γνωστό εξάλλου πόσο οι
Γερμανοί αγαπούν τα ζώα, ποτέ τους δεν διανοήθηκαν να τους κάνουν κακό. Κάτι ακατάληπτο
μουρμούρισε στη γλώσσα του κι ύστερα έφυγε.
Συνάντησε τον θάνατο πολλές φορές στη ζωή του αλλά αυτός ο πρώτος θάνατος τον σφράγισε από
τότε. Ακόμα κι όταν έφυγαν οι Γερμανοί και γύρισαν στο πατρικό του σπίτι στην Πλατεία
Δικαστηρίων, στεκόταν με το μέτωπο κολλημένο στο τζάμι, έβλεπε έξω την άγρια χειμωνιάτικη βροχή
και τον σκεφτόταν. Είχε για κείνον κάτι ψηλό και δυνατό, κάτι ξανθό, κάτι περίλυπο. Ξένος κι
αλλότριος αυτός, στιγμές-στιγμές πιστεύει ότι κι ο ίδιος θα λυπάται για τη φύση του. Γιατί, δεν
μπορεί, κάποιον κάπου κι αυτός θα αγαπάει, θα τρέμει η ψυχή του μην τον χάσει. Αυτή η λύπη του
έφτανε σε κείνον και τον άγγιζε βαθύτατα κι έσκυβε με τη φαντασία του να κρατήσει το κεφαλάκι του
σκυλιού που ξεψυχούσε αλλά και το δικό του το κεφάλι το ξανθό, σαν κάποιος που καταλαβαίνει,
ίσως φίλος, ίσως-ίσως αδελφός.
1 σχόλιο:
Το διήγημα αυτό περιλαμβάνεται στη συλλογή Τα μάτια του πάνθηρα, 1996, θα μπορούσε όμως να ενταχθεί σε μια νέα συλλογή για τα παιδικά μου χρόνια με τίτλο Πλατεία Δικαστηρίων.
Σκέφτομαι τώρα ότι η νέα αυτή συλλογή ίσως να μην ολοκληρωθεί ποτέ. Όπως ποτέ η Πλατεία Δικαστηρίων δεν δικαίωσε το όνομά της. Και κατέληξε να ονομαστεί Πλατεία Αρχαίας Αγοράς με τα ιστορικά και τουριστικά της αξιοθέατα.
Δημοσίευση σχολίου