Η Αγνώστου Στρατιώτου και η Μητσαίων ήταν η γειτονιά τους. Απέναντι ακριβώς από το τέταρτο
αστυνομικό τμήμα και κάτω απ’ τον Αϊ Δημήτρη και το Εργατικό Κέντρο στην Ολύμπου. Περί τα τέλη
της δεκαετίας του 1940, πολύ πριν ανακαλυφθεί η αρχαία αγορά και όταν η Πλατεία Δικαστηρίων ήταν
ακόμη μια απέραντη γυμνή και κακοτράχαλη αλάνα με ένα λυμφατικό πάρκο στη μέση, περιφραγμένο
με αγκαθωτά συρματοπλέγματα. Εκεί, οι τέσσερα-πέντε χρόνια μεγαλύτεροί τους, όπως ο αδερφός
του, ήταν οι ήρωες τους, οι ακόμη πιο μεγάλοι πρόσωπα μυθικά.
Αν, λοιπόν, απ’ την εξώπορτά του στην οδό Αγνώστου Στρατιώτου 4, ως την άλλη στην οδό Μητσαίων
3, ήταν δεν ήταν πενήντα μέτρα, από τα δέκα δικά του χρόνια ως τα εικοσιδύο του Τηλέμαχου
μεσολαβούσε μια άβυσσος. Η άβυσσος που υπάρχει απ’ τον πιτσιρικά του 22ου τότε δημοτικού
σχολείου, γωνία Αγίας Σοφίας και Φιλίππου, απ’ την πάνινη μπάλα ή τη φωνή απ’ τον δρόμο «μαμά, τι
φαγητό έχουμε», ως τον έφεδρο ανθυπολοχαγό του εθνικού στρατού κάπου στα βουνά της Ηπείρου, σ’
ένα θανάσιμο αγώνα με «Τ’ αγρίμια του άλλου δάσους».
Έτσι, τον Τηλέμαχο τον άκουγε, ίσως και να τον έβλεπε καμιά φορά από μακριά, όταν έπαιζε με την
τσακαλοπαρέα μπίλιες, αγιούτο, κρυφτόμπικο και χίλια δυο άλλα αυτοσχέδια παιχνίδια στο χώμα έξω
απ’ το παράπλευρο γκαράζ του Μπεμπελέκου, μα δεν τον γνώριζε. Γνώριζε λίγο τη μητέρα του στο
παράθυρο του ισόγειου διαμερίσματος, γνώριζε λιγότερο τον Άγι, τον μικρότερο αδερφό του, μα
εκείνος ήταν ψίθυρος μακρινός, ένα δέος.
Τον γνώρισε από σπόντα, περίπου εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, μέσα στη δικτατορία και λίγο μετά
την επιστροφή του απ’ το Λονδίνο. Περνούσε ένα απόγευμα έξω απ’ το βιβλιοπωλείο του
Αναγνωστάκη, όταν ο Μανόλης τον φώναξε και του είπε, «ο Συνεργάτης Α. που σου έγραψε την
κριτική στον Ελληνικό Βορρά για το Αλμπατζάλ, είναι ο Αλαβέρας. Να του τηλεφωνήσεις και να τον
ευχαριστήσεις».
Του τηλεφώνησε, τον ευχαρίστησε, τον επισκέφτηκε στο γραφείο του στη Βενιζέλου και έτσι
γνωρίστηκαν από κοντά, ενήλικες και οι δύο πλέον. Ο Τηλέμαχος θυμόταν τον πατέρα του, ήξερε την
ιστορία της οικογένειάς τους, ενώ τη δική του ύπαρξη μάλλον την είχε καταλάβει απ’ τα διηγήματά
του. Ακολούθησε η γνωριμία του με τη Ρούλα, η γνωριμία του Τηλέμαχου με τη Σοφία, η μετάβαση
απ’ τον πληθυντικό στον ενικό, η φιλία. Μεταξύ όλων τους. Ακολούθησαν περίπου τριανταπέντε
χρόνια στενής συνεργασίας τους στη Νέα Πορεία, στο διοικητικό συμβούλιο της Εταιρίας Λογοτεχνών,
στην επιμέλεια της έκδοσης πολλών βιβλίων του.
Θα μπορούσε άνετα να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο για όλα αυτά και για πολλά άλλα. Και πάλι να
αφήσει τα μισά απ’ έξω. Δεν πρόκειται βέβαια ποτέ να το χωνέψει ότι ο Τηλέμαχος δεν θα είναι εκεί.
Ψηλός, ευγενικός, αυστηρός μα και οικείος, περιτριγυρισμένος από βιβλία, περιοδικά, χειρόγραφα,
εκείνος που ήξερε σχεδόν τους πάντες και τα πάντα στον χώρο τους κι εκείνος που αισθανόταν
ταγμένος να υπηρετήσει απαρέγκλιτα το «δέον» στη λογοτεχνία. Δεν πρόκειται να χωνέψει ποτέ ότι
δεν θα μπορεί πλέον, περνώντας απ’ τη Βενιζέλου, να ανεβεί επάνω για έναν καφέ και μια φιλική
κουβέντα. Για να τον ακούσει να του διαβάζει ένα καινούριο διήγημά του.
Έμαθε πολλά απ’ τον Τηλέμαχο. Έμαθε για τη γειτονιά τους, για κείνους που είχαν προηγηθεί, για όσα
είχαν γίνει στην Κατοχή και αργότερα. Γεγονότα και λεπτομέρειες απίθανες απ’ τα βιβλία του και
ιδίως προφορικά απ’ τον ίδιο. Έμαθε για τις παλιές λογοτεχνικές παρέες στην πόλη τους, έμαθε ότι το
«καλό» είναι μεγάλη κουβέντα για ένα βιβλίο, έμαθε ακόμα να μην υποκύπτει στις ευκολίες, να είναι
ο πρώτος και ο πιο αυστηρός κριτής του εαυτού του. Να προσπαθεί να τιθασεύσει την οργή που
φούντωνε μέσα του απ’ την προκλητική αδικία, από την άγνοια και την ανοησία στον περίγυρο, την
περίφημη «ελληνική πραγματικότητα». Άσχετα αν ήταν αδύνατον να τα εφαρμόσει πάντοτε κι αν,
με την έκρηξή του, έχανα συχνά το δίκιο του. Έμαθε ακόμη να συνεργάζεται αρμονικά με έναν αληθινό
επαγγελματία της τέχνης, που είχε διαφορετική οπτική, διαφορετική στάση στη ζωή. Έμαθε. Κι ας
αμφισβητούσε τα πάντα, κι ας πίστευε ότι δεν είχε πια τίποτα να μάθει.
Όχι ότι δεν είχαν τις διαφωνίες τους ή και τα λάθη και ότι δεν είχε επικρατήσει μεταξύ τους για ένα
διάστημα μια βουβαμάρα. Όμως, πάντοτε υπερίσχυε η εκτίμησή του για τον Τηλέμαχο και η δική του
τρυφερότητα για τον μικρότερο. Πάντοτε υπερίσχυε όχι η οποιαδήποτε λογοτεχνική σκοπιμότητα ή
συμφέρον, αλλά η ζεστασιά, η θαλπωρή της γειτονιάς, κάτι σαν το καθαρό χαλάκι στην εξώπορτα,
εκείνο το φευγαλέο άρωμα απ’ τα περασμένα.
Όλα αυτά τα χρόνια, τον υπερασπίστηκε όπως μπορούσε στο δίκιο του κι εκείνος υπερασπίστηκε το
δικό του. Χάρη δεν θέλησε ποτέ και χάρη εκείνος δεν του έκανε. Εκτός ίσως από την κατανόηση, την
εγκαρτέρηση που έδειχνε στις απόλυτες αντιλήψεις του και σε μερικά ξεσπάσματά του.
Και κάθεται και σκέφτεται τώρα τι ήταν ο Τηλέμαχος και τι έχει απομείνει, τι θα απομείνει από τον
ίδιο και το έργο του. Συχνά έλεγε σκωπτικά ότι «στη λογοτεχνία δεν υπάρχουν στρατιώτες, όλοι είναι
στρατηγοί». Συχνά έλεγε ακόμη ότι «όσο ζει κανείς, έχει καλώς, όταν πεθάνει, όλοι βιάζονται να τον
ξεχάσουν». Κι έφερνε για παράδειγμα τον σπουδαίο Σπανδωνίδη και άλλους.
Ε, λοιπόν, πέρα απ’ την οποιαδήποτε αποτίμηση των ειδικών για το έργο του και τη γενικότερη
προσφορά του, για κείνον ο Αλαβέρας ήταν ένας κυβόλιθος. Από κείνους που θεμελιώνουν μια
συνέχεια στον μεγάλο δρόμο της λογοτεχνίας. Μπορεί όσοι βαδίζουν αργότερα αυτόν τον
δρόμο να μην τον προσέχουν ιδιαίτερα, να θεωρούν τη θέση και τη δύναμή του φυσική και αυτονόητη.
Ωστόσο, αυτός και μερικοί ακόμη σαν κι αυτόν είναι που στηρίζουν τα δικά τους βήματα.
Ύστερα, με τρόπο παράξενο, έρχεται στο μυαλό του ένα παιδί της γειτονιάς που πια μεγάλωσε, το
χαμόγελο που προσπαθεί να κρύψει και η λάμψη στα μάτια του που δεν κρύβεται. Αυτό είναι που
επιμένει και η φράση «έλα τώρα, ρε μπαγάσα». Και λέει τότε ότι ο Τηλέμαχος ήταν ένα ψηλό δέντρο
με βαθιές ρίζες, που αντλεί απ’ τη γη κι από τον ουρανό. Το δέντρο του δικού τους δάσους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου