σ’ αγάπησα
σε σκονισμένες γειτονιές και εργοστάσια
στην άχρωμη επιφάνεια του μπετόν
πίσω από οδοφράγματα σ’ αγάπησα
Ο Φώτης είναι φιλόλογος. Συμπαθητικός, σοβαρός και δραστήριος. Σε ένα επάγγελμα που κυριαρχείται από τις γυναίκες, είναι ένας από τους λίγους άνδρες φιλολόγους που παρακολουθούν τη ζωντανή λογοτεχνία της εποχής μας. Ο Φώτης λοιπόν με κάλεσε στο σχολείο του, κάπου στο Ωραιόκαστρο για τα τόσο γνωστά και καθιερωμένα. Παρουσίαση, δυο λόγια από μένα, ανάγνωση μερικών ποιημάτων μου, και, κυρίως, απαντήσεις στα πολλά ερωτήματα των μαθητών.
Λίγο αργότερα, ο Φώτης ήρθε στην παρουσίαση ενός βιβλίου μου στην Κεντρική Βιβλιοθήκη. Όταν τελείωσε η εκδήλωση και φεύγαμε όλοι, ο Φώτης με πλησίασε, μου είπε ότι είναι και ερασιτέχνης κινηματογραφιστής και μου πρότεινενα γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή μου. Αιφνιδιάστηκα. Δεν περίμενα βέβαια κάτι τέτοιο και αμφέβαλα αν η προσωπική μου ιστορία θα παρουσίαζε ενδιαφέρον σε ένα ευρύτερο κοινό. Με τιμά η πρότασή σου, απάντησα και θα έλεγα γιατί όχι, δεν ξέρω όμως πώς θα γίνει αυτό. Αφού καταρχήν συμφωνείς, ας βρεθούμε να το συζητήσουμε, είπε ο Φώτης.
Ήρθαν λοιπόν ένα βράδυ στο σπίτι ο Φώτης με τη Βάσω, καθηγήτρια κι εκείνη, και μιλήσαμε για το ντοκιμαντέρ. Του περιέγραψα σε εντελώς αδρές γραμμές την περιπέτεια της ζωής μου και του έδειξα φωτογραφίες από διάφορες φάσεις της για να κάνει ένα αρχικό πλάνο των γυρισμάτων. Είχαμε ήδη συζητήσει αρκετά κατά την επίσκεψη μου στο σχολείο του και ήξερε τις βασικές μου θέσεις. Είχε διαβάσει και μερικά βιβλία μου.
Το ντοκιμαντέρ θα είχε τίτλο «Σ’ αγαπώ-Ελογοκρίθη, Η αλήθεια του ποιητή Τόλη Νικηφόρου», από το τηλεγράφημα της Σοφίας κατά τη δικτατορία, που το είχα κάνει εξώφυλλο βιβλίου το 1980. Η διάρκεια του θα ήταν μια ώρα περίπου και θα γυριζόταν με ελάχιστα έξοδα, ουσιαστικά χωρίς λεφτά. Στο τελευταίο αυτό ο Φώτης επέμενε. Θα συμμετείχαν η Σοφία, η Βάσω και η Μαρία, μια συμπαθητική φίλη τους, αλλά κι ένας μικρός ανεψιός του Φώτη που θα έπαιζε τον ρόλο του παιδιού που υπήρξα κάποτε εγώ. Τη μουσική επένδυση θα αναλάμβανε ο Άρης, ένας νέος πολύ αξιόλογος συνθέτης.
Και άρχισαν τα γυρίσματα. Ο Φώτης με πήγε από την φορτισμένη με αναμνήσεις και παιδικά τραύματα γειτονιά μου στην Αγνώστου Στρατιώτου και την Πλατεία Δικαστηρίων, τώρα Πλατεία Αρχαίας Αγοράς, περπατήσαμε στη Μητσαίων και την Αμύντα, είδαμε μερικές παλιές βουβές οικοδομές να στέκονται στη θέση τους με μουντζουρωμένες τις εισόδους, περάσαμε έξω από το παλιό μου δημοτικό σχολείο και από την Αγίας Σοφίας φτάσαμε ως την Πλατεία Μακεδονομάχων.
Με πήγε και στο Ανατόλια μαζί με τον Ντίνο, παλιό συμμαθητή και φίλο, στα κτίρια, στα δρομάκια και τα γήπεδα, στην για πάντα χαμένη νιότη μας. Με πήγε και στο κέντρο, με πήγε και στα Κάστρα, με πήγε στο Πανόραμα και στην κυριακάτικη συνάντηση των παλιών συμμαθητών, με πήγε στη Λέσχη Ανάγνωσης της Κάτω Τούμπας, σχεδόν παντού με πήγε. Για να μιλήσω για οτιδήποτε σημαντικό είχε σχέση με τη ζωή μου. Κι ας του έλεγα ότι εγώ δεν είμαι ηθοποιός και αισθάνομαι περίεργα να με στήνουν συνεχώς απέναντι στον φακό.
Η αλήθεια είναι ότι, όταν μου είχε γίνει η πρόταση, είχα σχηματίσει μια εντελώς διαφορετική εικόνα για τι θα περιείχε το ντοκιμαντέρ. Νόμιζα ότι θα γίνονταν κυρίως πλάγιες αναφορές στη ζωή και τα βιβλία μου, με σαφώς μικρότερη κατά διαστήματα δική μου παρουσία. Ο Φώτης όμως το έβλεπε αλλιώς και, μια και είχα μπει στο παιχνίδι, έπρεπε να ακολουθήσω τις οδηγίες του σκηνοθέτη.
Είπα λοιπόν όσα προλάβαινα να πω, διάβασα και μερικά ποιήματα στο σπίτι κάτω από το παραθυράκι, μπροστά στον υπολογιστή, στο υπνοδωμάτιο και αλλού, ήμουν λίγο σφιγμένος αλλά για μια φορά ακόμη ο εαυτός μου. Και το ντοκιμαντέρ κάποτε ολοκληρώθηκε με κάποια βοήθεια στο μοντάζ από τους αρμόδιους. Ολοκληρώθηκε, υποβλήθηκε και εγκρίθηκε για να προβληθεί στο 15ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ στο Λιμάνι. Ήταν Μάρτιος του 2015.
Την ημέρα της προβολής πήγαμε όλοι μαζί, βρήκαμε και μερικούς φίλους και γνωστούς να περιμένουν και μπήκαμε τελικά στο κατάμεστο αμφιθέατρο. Προηγήθηκε ένα ντοκιμαντέρ για τα νοσοκομεία και τα προβλήματά τους και, όταν ήρθε η σειρά μας, παρακολούθησα για πρώτη φορά τον εαυτό μου στη μεγάλη οθόνη με έντονη την αίσθηση του εξωπραγματικού. Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν ικανοποιημένος, από την παρουσία μου και περίμενα εναγωνίως τις αντιδράσεις. Το ντοκιμαντέρ χειροκροτήθηκε, υποθέτω από κάποιους τυπικά και από άλλους ουσιαστικά, ήρθαν και μερικοί φίλοι εκεί που καθόμασταν και μου έδωσαν συγχαρητήρια, ενώ λίγο μετά αναγκάστηκα να κατεβώ κάτω για να σταθώ απέναντι στο κοινό και να απαντήσω στις ερωτήσεις.
Υπήρχε δίπλα μου κι ένας ικανός διερμηνέας της αγγλικής για τους ξένους θεατές και, μετά τις πρώτες κουβέντες, βαρέθηκα να περιμένω και έκανα το λάθος να τον παραμερίσω εντελώς αυθόρμητα και να απαντάω εγώ στα αγγλικά. Αμέσως μετά συνειδητοποίησα ότι τώρα θα είχαν πρόβλημα όσοι Έλληνες θεατές δεν ήξεραν αγγλικά.
Η κυρίως συζήτηση όμως έγινε με τον γιατρό του ντοκιμαντέρ που είχε προηγηθεί. Αυτό που άφησε σαφώς να υπονοηθεί στην ερώτησή του, που ήταν και τοποθέτηση ταυτόχρονα, ήταν ότι η ποίηση δεν είχε θέση σε ένα ντοκιμαντέρ και στο φεστιβάλ, όταν υπήρχαν τόσα και τόσα απείρως σοβαρότερα προβλήματα υγείας και ιατρικής περίθαλψης.
Του απάντησα ότι σέβομαι απόλυτα και εκτιμώ το ιατρικό λειτούργημα και είμαι βέβαιος ότι είναι καλός γιατρός αλλά ο κόσμος δεν είναι ασπρόμαυρος τετράγωνος και μονοσήμαντος, η ζωή είναι πολύχρωμη και πολυδιάστατη και η κάθε μορφή τέχνης πηγάζει από την ψυχή και αποτελεί ζωτική ανάγκη του ανθρώπου. Η θέση μου αυτή κέρδισε τα θερμά χειροκροτήματα του κοινού αλλά και την παραδοχή του ίδιου του έντιμου γιατρού που ήρθε στο τέλος και δώσαμε τα χέρια.
Η μικρή αυτή αψιμαχία ήταν κάποιου είδους συνέχεια του ερωτήματος αν μπορεί να γραφεί ποίηση μετά το Άουσβιτς. Η εκ των προτέρων τελεσίδικη επιβεβαίωση είχε έρθει από τους ίδιους τους κρατούμενους στο κολαστήριο με τους στίχους που βρέθηκαν γραμμένοι στους τοίχους του. Ναι, όσο πιο πυκνή είναι η νύχτα και πιο φρικτή η κόλαση, τόσο πιο απεγνωσμένα το ανθρώπινο πνεύμα θα αναζητά την ελευθερία και την αξιοπρέπεια. Την έκφραση.
Με το τέλος του Φεστιβάλ, το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε σε αίθουσες βιβλιοθηκών, σε βιβλιοπωλεία και σχολεία, το αγόρασε και η ΕΡΤ3 και το προέβαλε τρεις φορές. Σε μερικές από τις προβολές αυτές ήμασταν παρόντες και ο Φώτης με μένα για να απαντήσουμε σε ερωτήσεις. Έγιναν και ζωηρές συζητήσεις. Και το ντοκιμαντέρ πέρασε στην ιστορία.
Αν ήταν να κάνω τώρα, τέσσερα έως πέντε χρόνια αργότερα μια νηφάλια αποτίμηση, θα έλεγα ότι το ντοκιμαντέρ ήταν μια φιλότιμη προσπάθεια με μηδαμινά μέσα που δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο Φώτης έδωσε και την ψυχή του και είχε μερικά ωραία σκηνοθετικά ευρήματα, η μουσική του Άρη ήταν εξαιρετική, ο μικρός ήταν θαυμάσιος κι εμείς οι υπόλοιποι κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Το ντοκιμαντέρ ήταν ειλικρινές και πέρα για πέρα αληθινό αλλά υστερούσε στο μοντάζ και στην τεχνική επεξεργασία γενικότερα. Το «χωρίς λεφτά» του Φώτη μας είχε κοστίσει ακριβά ! Το βασικότερο του όμως μειονέκτημα, κατά τη γνώμη μου, ήταν η δική μου υπερβολική παρουσία.
Αν κάτι είναι να μείνει, ελπίζω αυτό να είναι εκείνη η προσωπική μου αλήθεια, η αλήθεια καθώς κοιτάζω πάντα τον άλλο στα μάτια. Έμεινε και η φιλία μου με τον Φώτη και τη Βάσω και η φιλική διάθεση μου προς τους άλλους όταν τύχει να τους δω. Αυτό σίγουρα είναι κέρδος καθαρό και χωρίς επιφυλάξεις.