Ομολογώ ότι βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση. Καθότι, και στην ωριμότητά μου τώρα, δεν έχω
καταλάβει σε πιο άκρο ανήκω, εάν είμαι έξυπνος ή ηλίθιος, νοήμων, εύστροφος, ή σκέτος
βλαξ. Κάποτε νόμιζα ότι αυτά τα πράγματα είναι ξεκαθαρισμένα στη ζωή μας. Ότι είναι
εμφανής από νωρίς ο βαθμός ευφυίας, ο περίφημος δείκτης νοημοσύνης, με ελάχιστα
περιθώρια βελτίωσης. Το κάθε παιδί απ’ το σχολείο αποδέχεται αναγκαστικά το πεπρωμένο
του και ανάλογα πορεύεται. Με τη συναισθηματική και την κοινωνική ωριμότητα,
και ποικίλες άλλες εκλεπτύνσεις και μετρήσεις, να έχουν επινοηθεί από τους
επιστήμονες ως κάποιου είδους παρηγοριά ή μέθοδο διαφυγής από την αμείλικτη
κληρονομημένη αλήθεια.
Οι αριθμοί βεβαίως ουδέποτε είναι απόλυτοι, υπάρχουν και αστάθμητοι παράγοντες. Στην
καθιερωμένη όμως κλίμακα, από το μοναχικό 50-70 του κρετίνου έως το εξ ορισμού 100
του μέσου όρου, στα πέριξ του οποίου συνωστίζεται η ανθρωπότητα, έως τα υψηλότερα
επίπεδα νοημοσύνης και το ερημικό 160-180 και πλέον του ιδιοφυούς, το υποκειμενικό
στοιχείο δεν μπορεί να ξεπερνά τις δέκα έως είκοσι μονάδες. Έτσι νόμιζα.
Τα μάτια μου κουράστηκαν και θόλωσαν, έχω ανατρέξει στη σοφία όλου του κόσμου, οι
τοίχοι, τα πατώματα, κάθε επιφάνεια και ντουλάπι του σπιτιού μου, στενάζουν από
αναρίθμητα βιβλία, πολιτικά, ιστορικά, επιστημονικά, λογοτεχνικά (έγραψα κι από
πάνω μερικά δικά μου), χρόνια εργάστηκα, έζησα και ταξίδεψα σε ξένες χώρες. Τίποτα
και κανένας όμως δεν μου έλυσε την απορία. Ούτε οι δάσκαλοί μου, οι φιλόσοφοι ή
ποιητές, η ίδια η φύση, ούτε καν οι καφενόβιοι, τα πολύστροφα παιδιά της πιάτσας, με
την καθαρή ματιά και τη σκληρή γλώσσα, οι χίλιοι δυο από κάθε γωνιά του κόσμου που
γνώρισα και συμπάθησα κατά καιρούς.
Επειδή οι θεωρίες είναι άπειρες και ανέξοδες (ο καθένας λέει ότι του κατέβει) και
μόνη αξιόπιστη από αρχαιοτάτων χρόνων παραμένει η πράξη, τείνω να καταλήξω στο πικρό
συμπέρασμα ότι, ναι, είμαι βλάκας. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι αδυνατώ να
αποφύγω τα κραυγαλέα σεσημασμένα ναρκοπέδια και να ακολουθήσω την πεπατημένη; Να
εφαρμόσω τους νόμους, τους κανόνες, τις διατάξεις, να αναγνωρίσω τις λεγόμενες
κοινωνικές συνθήκες και να ενταχθώ ασφαλώς στο σύνολο. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί το
γεγονός ότι έχω κάνει τόσα λάθη στη ζωή μου; Από μεγάλα έως τεράστια, χονδροειδή,
μεσαίου μεγέθους και μικρότερα. Και όχι μόνον πρωτότυπα ούτε απλές επαναλήψεις, αλλά
ολόκληρα σήριαλ λαθών με αναρίθμητα επεισόδια. Και όλα τα βιβλία μου δεν είναι παρά
κεφάλαια από το ένα και μοναδικό βιβλίο με γενικό τίτλο, Η θλιβερή ιστορία των λαθών
μου.
Θυμάμαι την αυθόρμητη και ομόφωνη προτροπή των μεγαλύτερων που είχαν υποφέρει τα
πάνδεινα από προσφυγιά και εξουσία. «Πρόσεξε, να είσαι έξυπνος στη ζωή σου». Λες και
η ευφυία ήταν διάβαση για τους πεζούς και έπρεπε να βαδίζω αρχικά μέσα στα καρφιά ή
μέσα στις λευκές γραμμές αργότερα, να μένω στήλη άλατος στο κόκκινο ανθρωπάκι και να
έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα για να μη με κόψει κανένα αυτοκίνητο. ΄Η ασφαλιστήριο
συμβόλαιο που εκδίδει εταιρία με δωρικούς κίονες στην είσοδο κατά παντός κινδύνου της
ζωής.
Θυμάμαι κι εκείνη τη στριμμένη θεία μου την Παναγιώτα, ράφτρα θρακιώτισσα στις
φτωχικές 40 Εκκλησιές της προσφυγιάς, που μάλλον μ’ αγαπούσε με τον δικό της τρόπο,
να διαφωνεί σφυριχτά με το συγγενολόι, σφίγγοντας τις καρφίτσες στα λεπτά της χείλη.
«Αφήστε το ήσυχο το παιδί, βρε καρακάξες, εσύ είσαι καλός, αγόρι μου, δεν είσαι;»
Σίγουρα και δεν ήξερε τι έλεγε η καημένη. Σε κανένα σχολείο δεν μας δίδαξαν ποτέ ότι
η ευθύτητα είναι το αντίθετο της ευφυϊας.
Αργότερα πρόσεξα ότι άλλαξε η προτροπή από θετική σε αρνητική (αντί,«να είσαι
έξυπνος»,έγινε, «πρόσεξε να μην είσαι βλάκας»). Φαίνεται ότι έφταιγαν και οι
απαράδεκτές μου επιδόσεις. Πέρασε μια περίοδο από τη γκριμάτσα απογοήτευσης και
κάποια αμφιβολία («βλάκας είσαι;») για να καταλήξει στο κατηγορηματικό και ανίατο
στάδιο («μα εσύ είσαι βλάκας»). Κατά το οποίο προστέθηκε ως κωδωνοκρουσία η υπόμνηση
του θείου μου τάδε, που τον έστησαν στον τοίχο, και του μεγαλύτερου ξαδέλφου μου
δείνα, που τον έστειλαν στα ξερονήσια, και η δυσοίωνη παροιμία («θα πας κι εσύ σαν
το σκυλί στ’ αμπέλι»).
Παρατηρώντας, λοιπόν, το παιδικό μου περιβάλλον και, στη συνέχεια, προϊσταμένους και
συναδέλφους στο γραφείο, διδάχτηκα ότι όσοι γείτονες κάθονταν στ’ αυγά τους ήταν
ευφυείς και όσοι έκαναν ωραίες κωλοτούμπες ευφυέστεροι, ενώ στα υψίπεδα της
νοημοσύνης ήταν αραγμένοι, από τη μια, ο άτεγκτος διευθυντής της τράπεζας που
πλούτισε από μίζες και προμήθειες και, από την άλλη, ο αρχοντικός κεντρικός ταμίας
που συστηματικά έδινε λειψά τα ρέστα στους πελάτες. Αυτό το οροπέδιο υπήρξε πάντοτε
εξαιρετικά ευρύχωρο για να υποδεχτεί πλείστους όσους διακεκριμένους συμπολίτες μου σε
κάθε τομέα, στην επιστήμη και τα γράμματα, στην πολιτική και τις επιχειρήσεις.
Ευνούχους επιδέξιους με τα γνωστά μεταξωτά βρακιά. Αυτούς που βλέπουν οι άλλοι στο
ανάκλιντρό τους και αποφαίνονται με θαυμασμό, «έξυπνος άνθρωπος ο κύριος ... » τάδε.
Ο πιο έξυπνος, μάλιστα, ο κορυφαίος που γνώρισα, ήταν ο ιδιαίτερος του διευθυντή,
ένας νεαρός καρά τάδε, αρχιχαφιές αγέρωχος, που περιφερόταν στους διαδρόμους με τα
χέρια διπλωμένα στο στήθος, παρατηρούσε, σημείωνε και ανέφερε αδιακρίτως
προïσταμένους και απλούς υπαλλήλους, και έφτασε τριάντα χρόνια αργότερα στη θέση του
γενικού διευθυντή μιας άλλης μεγάλης τράπεζας.
Εκείνο που με μπέρδευε, που διαρκώς με εμπόδιζε να συμβιβαστώ με την αφόρητη βλακεία
μου και να ησυχάσω επιτέλους, είναι ότι υπήρχαν πάντοτε και μερικοί που με θεωρούσαν
έξυπνο (προφανώς εξίσου βλάκες). Και, επιπλέον, οι ποικίλες και πολύπλοκες
δοκιμασίες, γνώσεων, λέξεων, αριθμών και σχημάτων, που μονότονα συμφωνούσαν με αυτούς
τους μερικούς (μαύρη παρηγοριά).
Ως βλαξ αυθεντικός, λοιπόν, σε διαρκή αμφιβολία έζησα τη ζωή μου. Ταλαιπωρήθηκα,
υπέφερα και πόνεσα, και, έτσι ανεπίδεκτος μαθήσεως και ανίατος, χωρίς λεφτά και δόξα,
χωρίς δεξιώσεις, υποκλίσεις, βραβεία, παράσημα και μεγαλόσταυρους (τι να σου κάνει
ένα κούνημα της ουράς ή ένα χαμόγελο;), πήρα κουτσά στραβά την τελευταία στροφή στο
αμπέλι και βγήκα με το αγύριστο κεφάλι μου στη μοιραία ευθεία.
Τζάμπα πήγε η λαχτάρα γονέων και συγγενών, δωρεάν οι προτροπές και παραινέσεις,
χαμένα τα πολυετή αναλυτικά μαθήματα από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, σε τόπους
εργασίας και κοινωνικές συναναστροφές. Ανάμεσα στους ξεροκέφαλους (καλή παρέα)
που είχαν κάποτε αποπειραθεί να πάνε αντίθετα σ' αυτό το ρεύμα (τι λέω, τη
νομοτέλεια),ήταν κάτι ταλαίπωροι φιλόλογοί μου στο σχολείο (ολέθρια επίδραση στην
ευεπίφορή μου εφηβεία) που πρόφεραν με ευλάβεια τη λέξη αρετή, κι επέμεναν στην
ονειροφαντασία τους με τρεις κι εξήντα.
Ομολογώ αβίαστα προφορικώς και εγγράφως ότι εξακολουθώ να βρίσκομαι σε πλήρη
σύγχυση. Σύγχυση που ασφαλώς και δεν μπορώ (ούτε προτίθεμαι) να επικαλεστώ σε κανένα
δικαστήριο και ιδίως στο υπέρτατο εκείνο που δεν διαθέτει εφετείο, δεν αναγνωρίζει
ελαφρυντικά, ούτε εκδίδει αποφάσεις με αναστολή. Που απλώς εφαρμόζει όσα με απόλυτη
σαφήνεια προέβλεψε άγνωστος και παντελώς ακατανόητος νομοθέτης. Δηλαδή, όπως κι εγώ
ακόμη τελικά αντιλήφθηκα, στη ζωή αυτή να ανταμείβεται ο έξυπνος, ενώ ο βλαξ να
εναποθέτει τις προσδοκίες του στην επόμενη. Που όταν μάλιστα αδυνατεί να την
πιστέψει, μένει και χωρίς την τελευταία ελπίδα.