ένα σιδερένια καράβι
στην πλατεία μας περιμένει
καρφωμένο
με λεπτούς ναύτες χωρίς μάτια
αμίλητοι θα ταξιδέψουμε
η ζωή μας θα γλιστράει δίπλα
αφήνοντας την ψευδαίσθηση της κίνησης
(Οι άταφοι, 1966)
Ένα μαυροπούλι με κίτρινο ράμφος κρέμεται στο κλαδί του δέντρου. Απ' το σπασμένο τζάμι περιεργάζομαι τον έξω κόσμο, καθισμένος αναπαυτικά στη λεκάνη. Το γκρίζο διάγραμμα των σπιτιών και πίσω απ' τις σοφίτες το πάρκο όπου το καλοκαίρι παίζι κάθε Κυριακή η ορχήστρα του δήμου. Μια λυγερή αφρικάνα απλώνει πολύχρωμα εσώρρουχα. Η έβδομη στέγη στη σειρά είναι κατάφορτη γλάστρες κόκκινες, πορτοκαλιές και πράσινες. Η βροχή άρχισε να ξαναπέφτει σε ριπές. Τα ρούχα κυματίζουν. Κάποιος πίνει καφέ απέναντι. Βράδιασε ήδη.
Φυλάω την επιστροφή στα βάθη του νου σαν φιλάργυρος που ξέρει ότι ο θησαυρός του αυξάνει σ' αξία αλλά ταυτόχρονα φοβάται μήπως, ανοίγοντας μια μέρα το σεντούκι, ανακαλύψει ένα σωρό ξερά φύλλα. Ώρες ατέλειωτες της ξενητιάς, ώρες ατέλειωτες των χαμένων ψευδαισθήσεων. Γεύση σπατάλης που παραμονεύει αδίστακτα όσους ανόητα μετρούν τον χρόνο.
Έίμαι στη άκρη του σκοινιού, αφέθηκα να γλιστρήσω χρόνια τώρα, κι έχω ανάγκη ενός θαύματος, οι μικρές αποφάσεις είναι πια ανώφελες, καθυστερούν μόνο την ηχηρή πτώση. Όσο πιο απεγνωσμένα ζητάω αυτή τη λύση, τόσο πιο απίθανη φαίνεται και η λογική μου λέει πως είναι αδύνατη. Κάποτε με μάγευε να περπατάω άσκοπα στους δρόμους του Λονδίνου, ν' αφήνομαι στη γοητεία των χρωμάτων, ανάμεσα σε ανθρώπους άγνωστους κι αδιάφορους. Σέρνοντας τα πόδια σε σωρούς ξερά φύλλα κι αναμετρώντας τη σιγή ομοιόμορφων σπιτιών. Μ' άπληστα μάτια καλωσόριζα τις καταπράσινες πεδιάδες της Αγγλίας, τις πολιτείες που ανταπέδιδαν οπτικά σήματα στο βουητό του τραίνου.
Πρωί και στον υπόγειο διαβάζω τρεις φορές τις διαφημίσεις, διαπιστώνω λύνοντας το σχετικό τέστ ότι θα μπορούσα να γίνω προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών, μετράω τ' αποτσίγαρα στο δάπεδο. Χρονομετρώ προσεκτικά το διάστημα απ' τον ένα σταθμό στον άλλο, αφαιρώ εκείνους που μπαίνουν από το δεξιά πόρτα από εκείνους πυυ βγαίνουν από την αριστερή και καταλήγω σε αρνητικό αριθμό.
Στην έξοδο ξαφνικά συνέρχομαι. Και τώρα; Να πάω στο γραφείο, επιμένει μια κουτή φωνή. Φύγε, μια άλλη με παρακινεί με αιώνια ανεπιτυχή αφροσύνη. Αποτέλεσμα η μόνιμη καθυστέρηση. Και οι ζαλάδες. Οι πόνοι στο στήθος. Τα χαπάκια. Μπορεί βέβαια να οφείλονται και στον καιρό.
Θάρρος, λέω μέσα μου στο ασανσέρ.Κάνε κάτι, σκέφτομαι ανοίγοντας τα συρτάρια. Χτυπάει το τηλέφωνο και παραλίγο να απαντήσω ελληνικά. Στηρίζω το αριστερό μου πόδι στο κάτω συρτάρι κι αναβάλλοντας τους ηρωισμούς επανέρχομαι στην πραγματικότητα. Μια μέρα ακόμη μείον.
Το μεσημέρι τρώμε σάντουιτς στο Χάιντ Παρκ. Έστω κι αν βρέχει. Έχω αποκτήσει την ικανότητα να επισημαίνω αμέσως τα στεγνά κομμάτια κάτω από τους κορμούς της προτιμήσεώς μου. Σήμερα κάνει μια απολαυστική λιακάδα και για άπειρη φορά παρακολουθώ τις χήνες να γλιστράνε στο νερό και να καταδύονται. Κάποιος έχει προσελκύσει καμιά εικοσαριά μοιράζοντας κομματάκια ψωμί. Οι θόρυβοι της τεράστιας πολιτείας φτάνουν σαν πυροβολισμοί σε μαξιλάρι κι οι μυρωδιές ευνουχισμένες. Χρειάζεται μεσογειακό, βαρβαρικό σπέρμα να ηλεκτρίσει τον υποτονικό ρυθμό, να διαρρήξει τις ραφές και τις παρυφές της γαλήνης.
Γυρίζουμε στο γραφείο. Αρχίζω να σκαλίζω τους φακέλους και πάλι λες και ψάχνω κάτι ενδιαφέρον. Κατά διαστήματα πάω στην αίθουσα του βάθους και πιάνω συζητήσεις πάνω σε άσχετα θέματα με τον αυστριακό συνάδελφο κι ένα μεσήλικα αμερικανό.
Τους τελευταίους μήνες είμαστε χωρίς τηλεόραση.Είχε παραπαλιώσει. Τώρα μας λείπει η καθημερινή μας δόση. Η τηλεόραση και το τσιγάρο συνεργάζονται αρμονικά κι ευνουχίζουν το άτομο. Παγώνουν το σπέρμα, σε μετατρέπουν σε παθητικό, εξαρτημένο ελατήριο.
Μπροστά μας ένας μακρύς χειμώνας. Πρέπει να τον περάσουμε μ' εγκαρτέρηση, σαν φαγητό ανούσιο που καταπίνεις για να σε δυναμώσει ή για να μετρήσεις τη διάρκεια της ανοχής και της αντοχής σου. Ελπίζοντας σε κάποια ανταμοιβή.
Συμβιβαστήκαμε με την ιδέα ότι θα μείνουμε άλλους έξι μήνες στη σοφίτα. Κολλήσαμε αποκόμματα εφημερίδων και φωτογραφίες στους τοίχους. Αγοράσαμε δυο-τρεις δίσκους. Βουλώσαμε τις χαραμάδες με κουρελόπανα. Δημιουργήσαμε ένα μικρό απόθεμα νομίσματα για τον μετρητή του γκαζιού.
Χτες βράδυ ξυπνήσαμε αλαφιασμένοι από ένα μπλε φως που αναβόσβηνε στο κιτρινισμένο από την πολυκαιρία χαρτί του τοίχου. Σκαρφαλώσαμε στο παράθυρο. Δυο πυροσβεστικές αντλίες κι άνθρωποι με πολύχρωμες στολές. Λες κι είχαν ξεπηδήσει από παιδική φαντασία. Άσκηση ετοιμότητας. Φωτιές δεν καίνε στη γειτονιά μας ούτε για τους πυροσβέστες.
Στη χαύνωση μεταξύ ύπνου και ξύπνου, κοντά οχτώ η ώρα το πρωί, έφτασαν δυνατές φωνές από το κεφαλόσκαλο. Αρνήθηκα στην αρχή να αντιδράσω αλλά τελικά άνοιξα τα μάτια.
- Όχι εσένα, τον άντρα, τον άντρα, ακούστηκε η στριγγή φωνή της ιρλανδέζας.
- Τι στο διάολο της ήρθε πρωί πρωί;
Τίναξα τα σκεπάσματα κι έψαξα τις παντόφλες. Με δυσκολία μπήκαμε στο δωμάτιο του πατέρα της.
Ο ταλαίπωρος ο γεράκος είχε πέσει τη νύχτα απ' το κρεβάτι κι έφραζε την πόρτα. Τον θυμάμαι ακόμη τόσο έντονα. Στο πρόσωπό του μια έκφραση δέους κι απορίας. Παγεράδα στα μάτια ποι κοιτούσαν χωρίς να βλέπουν. Το στόμα του έχασκε ορθάνοιχτο μ' ένα μοναδικό δόντι σαν φύλακα σ' έρημο δεσμωτήριο.
- Σήκωσέ τον να τον βάλουμε στο κρεβάτι, πρόσταξε η νοικοκυρά.
¨Πήρα μηχανικά το λιπόσαρκο σώμα στην αγκαλιά και το απέθεσα στα σεντόνια. Είχε κιόλας ξυλιάσει. Όταν προσπαθούσαμε να ισιώσουμε τα πόδια και πατούσαμε τα γόνατα, σηκώνονταν από τη μέση κι επάνω. Κείνη ακριβώς τη στιγμή της υπέρτατης αμηχανίας, εισόρμησε η γριά.
- Τι συμβαίνει; τσίριξε.
- Της εξήγησε με μισόλογα.
- Θα του δώσω το φιλί της ζωής ... φέρε λίγο κονιάκ .. τώρα θα συνέλθει ...
- Μαμά, έσκουξε με προσποιητή οδύνη η ιρλανδέζα, νομίζω ότι ... πέθανε.
- Σώπα, μη λες τέτοια πράγματα, την έκοψε η γρια σαν να είχε ειπωθεί κάτι ανήκουστο.
Ακολούθησαν στιγμές απερίγραπτες. Η γριά πάσχιζε να του δώσει πνοή με το σουρωμένο στόμα της, του έτριβε το στήθος και τα πόδια, τον μάλωνε.
- Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό, δεν θα μ' αφήσεις μόνη. Γιατί δεν με φώναξες να σε βοηθήσω;
Κρυφά, διστακτικά, σαν παρείσακτος, βγήκα από το δωμάτιο κι ανέβηκα επάνω. Ύστερα από ένα τέταρτο, άκουσα τη βαριά,επίσημη φωνή του γιατρού Το περασμένο βράδυ από τη λαϊκή γειτονιά μας είχε περάσει ο άγγελος του θανάτου./
Η δεξιά βρύση στάζει με ρυθμό δέκα σταγόνες το λεπτό, η αριστερή μόνον επτά. Κάθε τόσο συντονίζονται και μπερδεύονται με τους χτύπους του ρολογιού. Στο τραπέζι είναι αφημένο ένα σκουριασμένο ανοιχτήρι κονσέρβας.
Η τελευταία μύγα του καλοκαιριού βγήκε από το παράθυρο. Αθόρυβα που πεθαίνουν οι μύγες. Ανακουφιστικά. Χάνονται μια στιγμή, παύουν να υπάρχουν.
Σε λίγο θα ακούσουμε για το εμπορικό ισοζύγιο, τις παρελάσεις των καθολικών από τις συνοικίες των διαμαρτυρομένων ή των διαμρτυρομένων από τις συνοκίες των καθολικών και την άνοδο ή πτώση της στερλίνας. Θα μας δοθούν ακριβείς στατιστικές για τα θύματα του πολέμου και της αβιταμίνωσης. Θα μάθουμε πόσοι τραυματίστηκαν στις πορείες διαμαρτυρίας, πόσοι επισκέφτηκαν το νεογέννητο αρκουδάκι στον ζωολογικό κήπο.
Πρέπει να κατεβάσω τις σακκούλες με τα σκουπίδια. Σήμερα έληξε η απεργία. Χτες ήταν οι δάσκαλοι, αύριο οι ανθρωκωρύχοι. Πολύ τις συνηθίσαμε τις απεργίες.
Ώρα να λύσω το σταυρόλεξο της βραδινής εφημερίδας. Θα αρχίσω δεκαπέντε δευτερό-λεπτα πριν για να καλύψω τον χρόνο που χάνω καπνίζοντας και πίνοντας καφέ. Απόλυτη τιμιότητα στη λύση των σταυρολέξων. Το ρεκόρ στέκει στα οκτώ λεπτά και τριάντα δεύτερα. Τις τελευταίες δέκα μέρες μετατοπίσαμε τέσσερις φορές το ετοιμόρροπο κρεβάτι μας, τις ντουλάπες και το κομο-δίνο με το καταθλιπτικό καφέ χρώμα. Κάποια αλλαγή.
Θυμάμαι τον Πλατεία Δικαστηρίων βουτηγμένη στη βροχή, τη θαμπή πινακίδα του αστυνομικού τμήματος.Ακουμπούσα το μέτωπο στο τζάμι και ώρα πολλή με υπνώτιζε η ερημιά του τοπίου. Τα μελαγχολικά μέγαρα που λες και δεν κατοικούνταν από ανθρώπους με σάρκα και οστά αλλά από στοιχειά με λούκια γιά φλέβες και καρδιά μιαν υδραντλία. Η βροχή κατέβαζε πέτρες και λάσπη απ' την πάνω πόλη και τ' απίθωνε στα πόδια μας, να φτιάξουμε χαβούζες, να τσαλα-βουτήσουμε με απόλαυση. Σ' ολόκληρη την κατοπινή ζωή μου δεν ένιωσα τόση ευτυχία. Ονόματα θολά, μορφές τυφλές, σβησμένες στον πηγαιμό του χρόνου.
Σήμερα έχουν απεργία οι οδηγοί του υπογείου και φάλαγγα κατ' άτομο η ουρά σε κάθε στάση λεωφορείου. Το δελτίο ειδήσεων της προηγουμένης μας είχε προειδοποιήσει και, μια και υπήρχε ατράνταχτη δικαιολογία, σηκωθήκαμε λίγο αργότερα. Παίρνουμε τον δρόμο με τα πόδια, μετά κουρασμένοι πηδάμε σε περαστικό λεωφορείο. Κατεβαίνουμε ένα χιλιόμετρο πριν το γραφείο και μ'αργό βήμα φτάνουμε την ώρα του καφέ.
Επιστρέφοντας το βράδυ, μια είδηση στην εφημερίδα τραβάει την προσοχή μου. Διάσημος καθηγητής τίθεται επικεφαλής της ομάδας που είναι υπεύθυνη για τον χειρισμό τεράστιου υπό κατασκευή τηλεσκοπίου, προορισμένου να συλλάβει μηνύματα που εκπέμφθηκαν από τα άκρα του σύμπαντος πριν οκτώ δισεκατομμύρια χρόνια και ταξιδεύουν προς τη Γη με την ταχύτητα του φωτός. Δεδομένού ότι η Γη δημιουργήθηκε πριν μόλις τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια, τα μηνύματα προηγούνται κατά πολύ της υπάρξεώς της.
Η ιδέα με συναρπάζει. Πρέπει να εξετάσω το θέμα εξαντλητικά, να επισημάνω τις δυνατότητες και να προχωρήσω αμέσως. Παραμερίζω τους φυσικούς περιορισμούς και παραβλέπω τις ανθρώπινες αδυναμίες. Λεπτομέρειες ασήμαντες όταν υπάρχει η καύσιμη ύλη.
Το επόμενο πρωί, η διαδικασία ξυρίσματος, πλυσίματος, ντυσίματος και δουλειάς μου φαίνεται ακόμα πιο ανιαρή. Είναι ευτυχώς Παρασκευή. Το Σάββατο παίρνω τη μεγάλη απόφαση. Μεσάνυχτα παρά πέντε βγαίνω στη στέγη από το παράθυρο της κουζίνας. Χαμηλός κάθιδρος ουρανός με βαθύχρωμες ανταύγειες.Ούτε ένα άστρο. Από μακριά ακούγονται φωνές και τραγούδια. Βαθιά εισπνοή. Το μέτωπό μου καίει. Είμαι ωστόσο ήρεμος. Το βάρος και ο πόνος στο στήθος έχουν εξαφανιστεί. Η τροχιά της ζωής μου παίρνει απροσδόκητη κλίση. Είναι έτος πρώτο, μήνες πρώτος, μέρα και ώρα πρώτη. Πρώτο λεπτό και δευτερόλεπτο χωρίς παρελθόν ή μέλλον.
Κατέχομαι στην αρχή από κείνη την ανατριχιαστική αίσθηση της πτώσης και της προσμονή της αναπόφευκτης πρόσκρουσης, που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο πολλών ονείρων. Μα αυτή είναι εκπλήρωση ονείρου. Διασχίζω το διάστημε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και βλέπω τη γη να απομακρύνεται στο χάος. Με προσμένουν άγνωστοι κόσμοι, άστρα μυριάδες. Πλανήτες και διάττοντες. Άφωνα, λαμπερά ουράνια σώματα. Ηλιακά συστήματα και γαλαξίες. Νεφελοειδείς απροσμέτρητοι. Θα κινηθώ ελεύθερα πάνω από ζωή και θάνατο. Το σώμα μου βέλος που εκτο-ξεύτηκε στο διάστημα, αφήνοντας το ανθρώπινο πάθος στον γνωστό τόπο και χρόνο. Θα δεχτώ τη μουσική του απείρου και θα συμμετάσχω συνειδητά στη λειτουργία του. Θα αγγίσω αόρατος μέχρι τώρα διαστάσεις.
Όταν φτάσει στο τέρμα του ανθρώπινου δρόμου, το αποκορύφωμα του παραλόγου, και συνεχίσεις να κινείσαι, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Έσπασα με μια τελειωτική κίνηση τον φλοιό της ζωής με την απόφαση που η καρδιά μου διψούσε χρόνια ατέλειωτα. Πήδηξα στο κενό μια σπάνια στιγμή που ατόνησαν οι φυσικοί νόμοι, πραματοποίησα ένα τεράστιο άλμα στην αγκαλιά του απεριόριστου.Ταξιδεύω με ταχύτητα μεγαλύτερη από το φως γιατί εκείνο πυρετό δεν έχει. Κάποτε θα συναντήσω το μήνυμα που ταξιδεύει απο τα μύχια του σύμπαντος και όταν το αποκρυπτογραφήω, θα εξαφανιστώ οριστικά, ηδονικά, αδιάφορα στο χάος.
Το φως των ματιών σου πίσω στη Γη
Πώς θα διασχίσω το άπειρο
Για τ' όραμα του πυρετού μου
Χωρίς τις άκρες των δαχτύλων σου;
Περνάω σφυρίζοντας τη σελήνη με τ' ανθρώπινα απορρίματα. Μάταια κατασκευάσματα με το ανάλογο μέτρο φαντασίας. Πώς μπορείς να πραγματοποιήσεις το ατέρμονο ταξίδι με υλικά πεπερασμένα, με διασπασμένη την εσωτερική ενότητα και κατατμημένο το τραγούδι του ακατα-μέτρητου; Το τραγούδι από μυριάδες χορδές που ενώνουν άστρο με άστρο.
Πρώτος σταθμός ο ζωοδότης ήλιος. Θα αναβαπτισθώ στη φλεγόμενη μάζα του και, από ήλιο σε ήλιο, θα καλύψω το άπειρο. Τόσα χρόνια δεχόμουνα ελάχιστο μέρος της ακτινοβολίας του, τώρα θα πληρωθούν τα σωθικά μου/Φως και φωιά, θερμοκρασία τριανταπέντε εκατομμυρίων βαθμών θα με υπερφορτίσει μέσα στη μήτρα της ενέργειας. Πλέω στη φωτόσφαιρα ηδονικά. Περνάω μέσα σπό τη χρωμόσφαιρα και αναπνέω αέρια ζωογόνα. Χάνομαι. Αναλύομαι στα συστατικά μου στοιχεία. Φλέγομαι, πυρώνομαι, ρευστοποιούμαι. Μετατρέπομαι κι ανασχηματίζομαι πιοτερο ακέραιος παρά ποτέ. Αποθηκεύω ενέργεια. Η καρδιά μου διαστέλλεται, γίνεται πηγή και κινητήρια δύναμη. Τα μπράτσα μου χαλυβδώνονται, αρπάγες του ανέγγιχτου. Ο εγκέφαλος φορτίζεται, φλογίζεται, πάλλεται σαν χορδή έτοιμη να δεχτεί άγγιγμα και να δώσει μουσική. Ξαναγεννιέμαι.