Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

11 - Η μεγάλη πλημμύρα


«Πραγματικά δεν κατάλαβα πώς κατέληξα εδώ μέσα», διαμαρτυρήθηκε η Άντα. «Και να μην μπορώ να φύγω. Κατέβηκα νωρίς για περπάτημα στην παραλία, έβλεπα ότι τα αυτοκίνητα ήταν περισσότερα από άλλες φορές και πλήθαιναν όσο περνούσε η ώρα, ότι προχωρούσαν ολοένα και πιο αργά, ότι μερικοί ανυπόμονοι ή αγχωμένοι καβαλούσαν ξαφνικά τα πεζοδρόμια για να προσπεράσουν ή να παρκάρουν, και όταν έφτασα στην πλατεία βρήκα το αδιαχώρητο. Κατάφερα να πλησιάσω μια καφετέρια αλλά ήταν κλειστή ακόμη. Ένιωθα τα αυτοκίνητα να μουγκρίζουν, ή μάλλον να γρυλλίζουν σαν μολοσσοί μπροστά μου, πίσω μου, πλάι μου. Ήταν σαν να με απειλούσαν, να με κυνηγούσαν για να μ’ αρπάξουν, ένιωθα αποκλεισμένη, στριμωγμένη, έγκλειστη. Δοκίμασα να ανεβώ στην Εγνατία για να πάρω ένα ταξί και να γυρίσω στο σπίτι μου αλλά στάθηκε αδύνατον να περάσω. Προσπάθησα μετά να βρω διέξοδο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, και τελικά ήταν σαν να με πέταξε ένα κύμα σ’ αυτό το πεζοδρόμιο. Ποιο πεζοδρόμιο, δηλαδή, τα αυτοκίνητα με κόλλησαν στον τοίχο, έβαλα τις φωνές αλλά κανείς δεν με άκουγε. Αναγκάστηκα να χωθώ στην είσοδο της οικοδομής για να γλιτώσω. Σωριάστηκα εδώ στη πολυθρόνα του θυρωρού για να πάρω μιαν ανάσα και να δω τι θα απογίνω. Δεν ξέρω καν αν είναι ανοιχτά τα γραφεία, αν υπάρχουν άνθρωποι επάνω. Και δεν αισθάνομαι καλά, καθόλου καλά. Εσείς;».

 «Κάτι τέτοιο κι εγώ», ξερόβηξε ο κυρ-Θανάσης κάτω απ’ την πυρογραφία με τη γυμνή φιγούρα ενόςμονόχειρα να κάνει νεύμα χαιρετισμού ή να απευθύνει ανάπηρη επίκληση στο άγνωστο ψηλά.

«Κατεβαίνω κάθε τόσο στο λιμάνι με το λεωφορείο απ’ τη γειτονιά μου, έτσι για βόλτα, για να ξεμουδιάσω, να μυρίσω θάλασσα, να χαζέψω τα πλοία, να βρω κανέναν φίλο και να θυμηθούμε τα παλιά. Μπορεί να πιω και το ουζάκι μου. Μα σήμερα με στρίμωξαν άγρια τα αυτοκίνητα όπως και την κυρία. Και, λίγο-λίγο, προσπαθώντας να ξεφύγω απ’ το κυνηγητό, τρύπωσα σ’ αυτό το μέρος που είστε κι εσείς. Αλλά, μικρούλα μου, εσύ πώς ξεφύτρωσες εδώ μέσα;»

 «Ξέρετε, εγώ ήμουν μέσα στο αυτοκίνητο με τον πατέρα μου», απάντησε συνεσταλμένα το κοριτσάκι των δέκα-δώδεκα με τα μεγάλα μάτια, τις φακίδες και τα κοτσιδάκια, που χάιδευε στην αγκαλιά του ένα σταχτί γατάκι, ακουμπώντας στον τοίχο πλάι στο ασανσέρ. «Λίγο πιο κάτω, στη γωνία Βενιζέλου και Μητροπόλεως … Οι δάσκαλοι έχουν απεργία στο σχολείο και ο μπαμπάς μου που είναι εκτελωνιστής, για πρώτη φορά με πήρε μαζί του για να μου δείξει τους καινούριους υπολογιστές στο γραφείο του … Φτάσαμε ως εδώ αλλά μετά δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε καθόλου. Ήμασταν πολλή ώρα μέσα στο αυτοκίνητο με τον μπαμπά, εγώ γκρίνιαζα κι εκείνος ..., εκείνος έβριζε. Ύστερα κατάφερε να βγει απ’ το παράθυρο, με τράβηξε κι εμένα έξω και με έφερε εδώ…. Πολύ δύσκολα.

Μου είπε ότι δεν μπορούσε να κάθεται και να μην κάνει τίποτα. Θα πήγαινε να δει τι συμβαίνει παρακάτω, να μάθει νέα. Εγώ, είπε, να τον περιμένω ήσυχα και να μην φοβάμαι. Έχει όμως περάσει πάνω από μια ώρα από τότε και δεν φάνηκε. Το κινητό μου δεν έχει σήμα και δεν ξέρω τι να κάνω».

 «Και η μαμά σου; Θα έχει τρελαθεί από την αγωνία», έκανε η Άντα με συμπάθεια τη διαπίστωση.

 Η μικρή έσκυψε ελαφρά το κεφάλι, άφησε το γατάκι προσεκτικά πάνω στο γραφείο του θυρωρού, σήκωσε το πόδι κι έξυσε το γόνατό της και σαν να ίσιωσε μετά το φόρεμά της. «Όχι, η μητέρα μου δεν θα το έχει μάθει », είπε μετά από λίγο διστακτικά ενώ ξανάπαιρνε το γατάκι στην αγκαλιά της, «ζει στην Αθήνα με την καινούρια οικογένειά της. Κι αυτό το βρήκα σε μια γωνία να νιαουρίζει φοβισμένο».

 «Θα σας πω εγώ τι να κάνουμε», δήλωσε ο Φάνης που τους άκουγε υπομονετικά και έκρινε ότι είχε έρθει η ώρα να επέμβει. «Ή μάλλον τι προτείνω. Δεν υπάρχει κανένας άλλος στην οικοδομή εκτός από μένα και μια ξαδέλφη μου, την Αλκμήνη. Βρισκόμαστε στο δικηγορικό γραφείου ενός φίλου μας στον τελευταίο όροφο για οικογενειακή υπόθεση κι είναι η δεύτερη φορά τώρα, κοντά έντεκα η ώρα, που κατεβαίνω για να διαπιστώσω από κοντά τι ακριβώς συμβαίνει. Δεν έχει αλλάξει τίποτα απ’ το πρωί και φοβάμαι ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου ευχάριστα. Κανείς δεν φαίνεται να έχει ιδέα πότε θα αποκατασταθεί η κυκλοφορία. Ούτε αν θα μπορέσει να επιστρέψει ο πατέρας σου, κοριτσάκι μου, που σίγουρα κάπου έχει αποκλειστεί. Πάρε το γατάκι σου να του δώσουμε λίγο γάλα κι ελάτε όλοι επάνω που οπωσδήποτε είναι πιο άνετα. Να πιείτε μια πορτοκαλάδα, ένα καφέ, να τσιμπήσετε κάτι εντελώς πρόχειρο, να καθίσετε και να ξεκουραστείτε. Και να συζητήσουμε όλοι μαζί τι μπορούμε να κάνουμε και πώς να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση».

 «Ευχαριστώ, είστε πολύ ευγενικός», είπε θερμά η Άντα « και η πρότασή σας έρχεται την κατάλληλη στιγμή, εκεί που ένιωθα να θεριεύουν τα ψυχοσωματικά μου και να με κυριεύει ο πανικός».

«Μπράβο, καλή ιδέα», πρόσθεσε ο κυρ-Θανάσης, «κι έχω σκεβρώσει εδώ στα μάρμαρα».

 «Εγώ όμως δεν μπορώ να φύγω. Αν έρθει στο μεταξύ μπαμπάς μου και δεν με βρει, τι θα γίνει;» ρώτησε με αμηχανία το κοριτσάκι.

«Άκουσε, πώς σε λένε, Ελένη; Μπράβο. Λοιπόν, Ελένη, δεν πρέπει να μείνεις μόνη εδώ», είπε αποφασιστικά ο Φάνης. «Μπορούμε όμως να γράψουμε ένα σημείωμα για τον πατέρα σου και να το κολλήσουμε σε εμφανές σημείο. Εκεί, στον κενό χώρο, δίπλα στις πινακίδες της ασφαλιστικής εταιρίας και της συμβολαιογράφου. Χαρτί, κόκκινο μαρκαδοράκι, σέλοτεϊπ, θα πάω να φέρω σε λίγο από πάνω. Πώς είναι το επίθετό σας; Ωραία. Έτσι, ότι ώρα και να έρθει, θα ανεβεί αμέσως κι εκείνος στο γραφείο. Και θα συμπληρωθεί η παρέα».

 Οι υπόλοιπες συστάσεις έγιναν μέσα στο ασανσέρ και, με την άφιξή τους στο γραφείο, από τη μια η Αλκμήνη που, παρά την έκπληξή της, τους υποδέχτηκε με τη φυσική της εγκαρδιότητα, κι από την άλλη οι όλως έκτακτες περιστάσεις, σύντομα δημιούργησαν μια περίπου οικογενειακή ατμόσφαιρα.

Τον ρόλο τους έπαιξαν ασφαλώς και τα ροφήματα που στο άψε σβήσε ετοίμασε η κατ’ ανάγκην οικοδέσποινα.

 Χάρη στον θερμό φιλικό τους τρόπο, η Ελένη γρήγορα εξοικειώθηκε με τους μεγάλους και ιδίως με τον Φάνη που κατάφερε να την πείσει να του μιλάει στον ενικό, λέγοντάς της με περίλυπο ύφος ότι αλλιώς θα αισθανόταν σχεδόν σαν γέρος. «Μήπως μπορώ να παίξω λίγο με το γατάκι σου;» τη ρώτησε ακόμη ξετρυπώνοντας ένα κουβάρι μαλλί απ’ το συρτάρι της γραμματέως. Η μικρή άρχισε να του διηγείται περιστατικά από την τάξη της στο δημοτικό σχολείο, που εκείνος άκουγε με άκρα προσήλωση, και ταυτόχρονα να επιδεικνύει μερικά από τα πλούσια προσόντα της ηλικίας της σε ειρωνεία και πονηριές.

 Με κάποια ευκαιρία, ο Φάνης τράβηξε διακριτικά την Αλκμήνη σε έναν από τους βοηθητικούς χώρους και της εξήγησε ότι δεν θα μπορούσε να είχε αφήσει τους ανθρώπους να ταλαιπωρούνται στην είσοδο της οικοδομής. «Εξ άλλου επιβεβαιώνεται τώρα ότι έχουμε το ίδιο αίμα», πρόσθεσε χαμογελώντας.

«Μην ξεχάσεις ότι είσαι ξαδέλφη μου και ότι έχουμε έρθει εδώ για μια οικογενειακή μας υπόθεσή».

 «Σκοτεινή προφανώς αφού διεκπεραιώνεται τη νύχτα. Στα κρίματά μας προστίθεται τώρα και η αιμομιξία, έτσι; Έστω τρίτου βαθμού. Πάντως για την πρόσκληση κατάλαβα και μην στενοχωριέσαι», τον καθησύχασε. «Ευτυχώς που είναι όλοι άγνωστοι γιατί αλλιώς θα είχαμε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Με την κριτικό όμως δεν γνωρίζεστε από τον κύκλο σας;»

 «Ελάχιστα και εξ αποστάσεως. Όπως ξέρεις, εγώ είμαι λίγο αποτραβηγμένος από το λογοτεχνικό σινάφι, τις ποιητικές εκδηλώσεις και τα παρόμοια. Μην σε απασχολεί το θέμα».

 Όταν βγήκαν στην αίθουσα αναμονής, βρήκαν τους άλλους να τους περιμένουν με αδημονία.

«Τι συμβαίνει τελικά», είπε η Άντα και σηκώθηκε από την πολυθρόνα. «Aκόμη δεν έχω καταλάβει. Μήπως μπορούμε να κάνουμε μια ανακεφαλαίωση; Πώς φτάσαμε σ’ αυτή την εξωφρενική κατάσταση;»

 «Λοιπόν, από τις σκόρπιες πληροφορίες, τις φήμες κυρίως που κυκλοφορούν (ναι, αυτές δεν σταμάτησαν) από το ένα εγκλωβισμένο αυτοκίνητο στο άλλο, τα πράγματα θα πρέπει να έχουν εν συντομία ως εξής», ανέλαβε ο Φάνης να τους κατατοπίσει πληρέστερα. «Απ’ τον περιφερειακό ως τη Λαγκαδά, τη Μοναστηρίου και την 26ης Οκτωβρίου, και από την Εθνικής Αντιστάσεως και τη Γ. Παπανδρέου ως την Κασσάνδρου, την Αγίου Δημητρίου, την Εγνατία, την Τσιμισκή, τη Μητροπόλεως και τη Λεωφόρο Νίκης, και όσες άλλες αρτηρίες και δρόμους έχω παραλείψει, τα πάντα είναι πλημμυρισμένα από τροχοφόρα που έχουν ακινητοποιηθεί. Η εκνευριστική καθημερινότητα της κυκλοφορίας στην πόλη έχει γίνει εφιάλτης, αναφέρθηκαν μικροσυμπλοκές και λεηλασίες και δεν διαφαίνεται άμεση λύση».

 «Αυτό περίπου είναι το τι, όσο για το πώς», συνέχισε νιώθοντας την ανάγκη να αγορεύσει στο δεκτικό ακροατήριο, «απ’ ότι ξέρουμε δεν έγινε σεισμός όπως το 1978, δεν χτύπησαν οι Τούρκοι όπως φοβόμαστε εδώ και εξήντα χρόνια, δεν εισέβαλαν οι Αλβανοί, οι Σκοπιανοί ή οι Κοσοβάροι, δεν πλημμύρισε η πόλη παράνομους μετανάστες απ’ την Αφρική και την Ασία, δεν ενέσκηψε η νόσος των τρελών αγελάδων ή η γρίπη των πτηνών, δεν εκλύθηκε ραδιενέργεια. Ούτε έπεσαν εξ ουρανού εκατοντάδες χιλιάδες αυτοκίνητα. Τίποτα έκτακτο, τίποτα δραματικό, τίποτα περίεργο δεν έγινε. Απλούστατα, με το λίγο-λίγο, με το πολιτικό κόστος που τρομάζει τους ιθύνοντες, με το ποιος είναι αρμόδιος και ποιος δεν είναι, με τα μέτρα που ανακοινώνονται αλλά ποτέ δεν εφαρμόζονται, με την αδράνεια και τον εφησυχασμό των υπευθύνων και της τροχαίας, αλλά κυρίως με την απληστία όλων μας, το θέλω και θέλω και θέλω που δεν τελειώνει ποτέ, ενώ άλλοι πεθαίνουν από την πείνα λίγο παρακάτω, κάποτε, δηλαδή σήμερα, έφτασε το αυγό, ή το αυτοκίνητο, στη γνωστή ευαίσθητη στενωπό. Το ένα αυτοκίνητο ανά οικογένεια έγινε δύο, τα δύο τρία, όλα απαραίτητα βέβαια, τα διπλοπαρκαρισμένα και τα τριπλοπαρκαρισμένα απλώθηκαν ακόμη περισσότερο και αυτή η χοληστερίνη της κατανάλωσης βούλωσε τις φλέβες. Τα είκοσι χιλιάδες αυτοκίνητα, για να μη μιλήσουμε για μηχανάκια, που προστίθενται κάθε χρόνο στους στενούς δρόμους της πόλης, με περιορισμένους χώρους στάθμευσης, χωρίς υπόγεια γκαράζ στις οικοδομές, οδήγησαν στο οξύ κυκλοφοριακό έμφραγμα. Έφτασε ξαφνικά η ώρα της αλήθειας και η στρουθοκάμηλος είναι υποχρεωμένη να βγάλει το κεφάλι της από την άμμο».

 «Μπράβο, παλικάρι μου, να αγιάσει το στόμα σου», συμφώνησε με μια χαρακτηριστική χειρονομία ο κυρ-Θανάσης. «Και να πεις ότι δεν τα ξέρουμε, κάθε μέρα τα συζητάμε όλα αυτά στο καφενείο. Άμα ρωτήσεις και την Ελενίτσα εδώ, τα ίδια θα σου πει κι εκείνη. Είσαι όμως βέβαιος ότι δεν έγινε και κάτι έκτακτο;».

 «Απολύτως βέβαιος δεν μπορώ να είμαι. Το σκάψιμο και οι περιφράξεις για την κατασκευή του υπογείου, που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την κυκλοφορία, είναι πια παλιά ιστορία. Φαίνεται ότι η τελευταία σταγόνα για να ξεχειλίσει το ποτήρι ήταν η στάση εργασίας που είχαν σήμερα οι οδηγοί των λεωφορείων και οι γνωστοί κουκουλοφόροι που έκαψαν αυτή τη φορά περισσότερα αυτοκίνητα και σε κεντρικά σημεία».

 Οι αιτίες, μόνιμες ή έκτακτες, είναι αιτίες και δεν λύνουν το πρόβλημά μας», παρενέβη με πρακτικό πνεύμα η Άντα. Τώρα τι κάνουμε;»

 «Εξακολουθεί να υπάρχει αδυναμία επικοινωνίας», μελαγχόλησε η Αλκμήνη. «Ελπίζω να είναι καλά τα παιδιά μου και όλοι οι δικοί σας. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να περιμένουμε να λειτουργήσει το τηλέφωνο και να ανοίξουν οι δρόμοι».

 Σ’ αυτό συμφώνησαν όλοι σιωπηρά, αν και υπήρχαν και διαφορετικές σκέψεις όπως φάνηκε αργότερα. Μια και το γραφείο δεν διέθετε δέκτη τηλεόρασης, είπε ο καθένας λίγα για τον εαυτό του, θυμήθηκαν ανέκδοτα, έπαιξαν παιχνίδια, γέλασαν και ξεχάστηκαν κάπως. Κατά διαστήματα πήγαιναν στο παράθυρο του ιδιαίτερου γραφείου και έριχναν μια ματιά κάτω. Αρκετά αυτοκίνητα φαίνονταν εγκαταλειμμένα, σε άλλα οι επιβάτες μάλλον είχαν ξαπλώσει στα καθίσματα και άκουγαν μουσική ή συζητούσαν. Κάποιος είχε βγάλει από το πορτμπαγκάζ ένα τάβλι κι έπαιζε μες στη καρότσα με τον οδηγό του πλαϊνού ημιφορτηγού. Ο ξερός κρότος από τα πούλια έφτανε ως επάνω.

 Τίποτα σημαντικό όμως δεν είχε αλλάξει. Στις δώδεκα, στη μία, στις δύο που κάτι πρόχειρο πάλι τσίμπησαν, στις τρεις που μισοξάπλωσαν σε πολυθρόνες και καναπέδες για να ξεκουραστούν, στις τέσσερις και τις πέντε και στις επτά όταν άρχισε πια να πέφτει το σούρουπο στα τζάμια. Την ώρα εκείνη, οι άλλες σκέψεις που δεν είχε εκφράσει η Άντα, αναδύθηκαν πλέον στην ομήγυρη.

 « Ίσως πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι θα κοιμηθούμε το βράδυ εδώ και ότι ίσως θα μείνουμε στο γραφείο για αρκετό χρονικό διάστημα ακόμη», είπε η κριτικός. «Τη βγάλαμε αρκετά καλά ως τώρα αλλά υπάρχει ένα θέμα τροφής αφού ο καιρός είναι γλυκός και, με τους θερμοσυσσωρευτές του γραφείου, από θέρμανση δεν υπάρχει πρόβλημα. Μα άλλα λόγια, θα πεινάσουμε. Έχουμε και το παιδί».

 «Πριν από λίγο επιθεώρησα το ψυγείο και τα ντουλάπια της κουζίνας και διαπίστωσα ότι, οι πέντε που είμαστε τώρα, έχουμε ήδη σχεδόν εξαντλήσει τα πενιχρά αποθέματα του γραφείου», τους ενημέρωσε η Αλκμήνη. « Έχουν μείνει δυο-τρία τυράκια, άλλες τόσες φρυγανιές, λίγος καφές και πορτοκαλάδα. Δεν φτάνουν ούτε για σπουργιτάκι. Ούτε για το γατάκι της Ελένης. Υπάρχει λύση»;

 «Νομίζω ότι η οικοδομή διαθέτει κυλικείο στον ημιώροφο», παρενέβη ο παλιός υδραυλικός. «Η λύση, λοιπόν, είναι να ανοίξουμε το κυλικείο. Και τα άλλα γραφεία, αν χρειαστεί».

 «Να διαρρήξουμε το κυλικείο για να ακριβολογούμε», είπε ο Φάνης.

 «Ε, ναι», συμφώνησε ο κυρ-Θανάσης, «τι θα κάνουμε, θα κάτσουμε ήσυχα-ήσυχα να πεθάνουμε από την πείνα; Μιλάμε για έκτακτες συνθήκες. Κι αν βρούμε και τίποτα κουβέρτες ή άλλα πράγματα που μας χρειάζονται, ακόμη καλύτερα».

 «Και πώς θα το διαρρήξουμε, βρε παιδιά;» ρώτησε η Άντα που φάνηκε τώρα να διασκεδάζει με την εξέλιξη της περιπέτειάς τους.

 «Μη στενοχωριέστε, κυρία μου, είναι παιχνιδάκι για μένα. Έχω ανοίξει εγώ κάθε είδους κλειστά και σφραγισμένα και τα χέρια μου πιάνουν ακόμη».

 «Θα φροντίσουμε όμως να μην κάνουμε μεγάλες ζημιές, θα συντάξουμε ένα κατάλογο από τα πράγματα που θα πάρουμε και θα αποζημιώσουμε τους ιδιοκτήτες μόλις αποκατασταθεί η ομαλότητα», τόνισε κατηγορηματικά ο Φάνης.

 «Ασφαλώς, ασφαλώς», επικρότησαν τη σκέψη του με μια φωνή οι άλλοι.

 «Είμαστε τώρα κι εμείς σαν τον Ροβινσώνα Κρούσο, σαν να βρισκόμαστε ναυαγοί σε ένα έρημο νησί στην άκρη του κόσμου», ακούστηκε επιτέλους και η φωνούλα της Ελένης.

 «Θαυμάσια, ιστορίες για ναυαγούς», αναφώνησε η Αλκμήνη. «Το σούρουπο είναι η ώρα για ιστορίες. Ο καθένας μας ας διηγηθεί και από μία και αύριο το πρωί, με το καλό, αν δεν έχει βρεθεί λύση, πάμε για τρόφιμα».