Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Οι ανθρώπινοι πόροι

Υλικοί πόροι μας επιχείρησης είναι, μεταξύ των άλλων, τα κεφάλαια, οι εγκαταστάσεις,
τα μηχανήματα και ο εξοπλισμός, οι πρώτες ύλες, ενώ το διοικητικό και εργατοτεχνικό
προσωπικό λαμβάνει την ονομασία «ανθρώπινοι πόροι» σε κατά λέξη αδέξια μετάφραση από
την αγγλική. Στη σύγχρονη επιστήμη διοίκησης των επιχειρήσεων τονίζεται, μάλιστα,
ότι οι ανθρώπινοι πόροι αποτελούν τον σημαντικότερο παράγοντα για την επιτυχία μιας
εταιρείας. Για την επίτευξη του συχνά μοναδικού και πάντοτε ύψιστου σκοπού, που είναι
η απόδοση του κεφαλαίου, τα κέρδη.

Κάπως ψυχρό και απρόσωπο δεν ακούγεται; Εξόχως τεχνοκρατικό; Όπως η ξύλινη γλώσσα των
πολιτικών ή τα είδη σε αποθήκη πλαστικών. Δίνει την αίσθηση ότι ο άνθρωπος που
εργάζεται δεν είναι παρά ένα εξάρτημα, ένα αναλώσιμο σε μια αδυσώπητη οικονομική
λειτουργία. Πράγμα που δεν είναι βέβαια καθόλου αστείο, όσο αστείος κι αν ηχεί ο όρος
στον ενικό.

Όσοι ανθρώπινοι πόροι, λοιπόν, αποφασίσουν να απευθυνθούν σε σε συμβούλους
επιχειρήσεων για να διεκδικήσουν κάποια θέση, ταχυδρομούν ή καταθέτουν το βιογραφικό
τους σημείωμα και ταξινομούνται ανάλογα με τα προσόντα και τις φιλοδοξίες τους.
Φακελώνονται, καταχωρούνται στην μνήμη του υπολογιστή, αξιολογούνται, απορρίπτονται
ή προτείνονται, προσλαμβάνονται, εργάζονται, αμείβονται, προάγονται ή απολύονται,
σταδιοδρομούν, συνταξιοδοτούνται.

Μέσα σε είκοσι εφτά χρόνια περίπου, από την καρέκλα μπροστά και αριστερά μου,
παρέλασε ένας λαός, μια μικρογραφία της ανθρωπότητας. Με πρόχειρο υπολογισμό, στους
τριακόσιους εικοσιτέσσερις μήνες ή χίλιες τετρακόσιες τέσσερις εβδομάδες ή εννιά
χιλιάδες οχτακόσιες είκοσι οχτώ ημέρες, μείον τα Σαββατοκύριακα, τις άδειες, τις
εορτές και αργίες, θα πρέπει να μελέτησα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες βιογραφικά
σημειώματα και να συζήτησα με πάνω από είκοσι χιλιάδες υποψηφίους. Για θέσεις όλου
του φάσματος της ιεραρχίας, από γραμ-ματέα, βοηθού λογιστή, τεχνίτη και πωλητή, έως
γενικού διευθυντή και διευθύνοντος συμβούλου, στη βιομηχανία, το εμπόριο και την
παροχή υπηρεσιών, κυρίως του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.

Το Τμήμα Ανθρωπίνων Πόρων, που αρχικά ονομαζόταν Τμήμα Επιλογής Προσωπικού, στο
υποκατάστημα της μεγάλης εταιρίας μελετών και συμβούλων επιχειρήσεων, προσγειωμένο
λεκτικά σε μια πραγματικότητα χωρίς επαγγελματική πόζα, ήμουν εγώ. Ένας υπεύθυνος
ανθρωπίνων πόρων που είχε σκύψει το κεφάλι στη ρουτίνα αλλά δεν χώνευε τον τίτλο
του. Με τη μάλλον τυπική επίβλεψη πρώτα του Ρήγα κι ύστερα του Νίκου, και τη βοήθεια
στη γραμματεία απ’ τη Σουζάνα, που είχε κι ένα σωρό άλλα (κι άλλους) στο κεφάλι της.
Πάνω από είκοσι χρόνια στα γραφεία της Κατούνη, άλλα πέντε σε διαμέρισμα παλιάς
πολυκατοικίας της Βασιλέως Γεωργίου, και τα τελευταία ολίγα στην πολυτέλεια του
τρίτου ορόφου της οικοδομής γωνία Εγνατία και Δωδεκανήσου.

Όταν ο Ρήγας αποφάσισε να αποχωρήσει, το θεώρησε αυτονόητο ότι θα αναλάμβανα εγώ τη
διεύθυνση του υποκαταστήματος. Το δικό του αυτονόητο όμως ήρθε σε σύγκουση με το
δικό μου. Ότι δεν θα αναλάμβανα ποτέ διοικητικές ευθύνες. «Είμαι μελετητής», του
είπα « και μελετητής θα παραμείνω». Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τον πολύ νεότερο και
εξελίξιμο. Από έξι-εφτά άτομα με τον Ρήγα, γίναμε δέκα κι ύστερα είκοσι με τον Νίκο,
και τώρα τα παιδιά και τα κορίτσια στην εταιρία θα πρέπει να έχουν ξεπεράσει τα
τριάντα.

Λοιπόν. Η εταιρία-πελάτης συμπλήρωνε ένα έντυπο με τις προδιαγραφές της θέσης, τα
απαιτούμενα προσόντα των υποψηφίων, τις προβλεπόμενες αμοιβές και πρόσθετες παροχές,
κι εγώ έκανα έρευνα στα αρχεία, έβαζα αγγελίες στις εφημερίδες, έκλεινα ραντεβού και
έβλεπα όσους έκρινα κατ’ αρχήν κατάλληλους απ’ τα βιογραφικά ή από προηγούμενες
συνεντεύξεις, τους αξιολογούσα και υπέβαλα τις προτάσεις μου στον πελάτη, για να
προχωρήσει εκείνος στην τελική αξιολόγηση και την πρόσληψη.

Δεν ξέρω πώς έγινε τόσα και τόσα χρόνια στο μαγκανοπήγαδο, αλλά αγνόησα τις φιλικές
(και άλλες) συστάσεις και ποτέ δεν φόρεσα κοστούμι και γραβάτα. Κυριολεκτικά και
μεταφορικά. Ποτέ μου δεν κατάφερα να δω τους υποψήφιους ως πόρους, μόνον ως
ανθρώπους. Που είχαν ανάγκη για δουλειά και για ψωμί, ενίοτε και για παντεσπάνι. Και
για μια καθαρή εξήγηση. Έτσι, σίγουρα έκανα κι εγώ τα μικρά και τα μεγάλα λάθη μου
και είχα τα προβλήματά μου, εκεί όπου με είχε πετάξει η τύχη και εργαζόμουν πάντοτε
με μειωμένο ωράριο για να μου μένει μετά δύναμη και διάθεση να γράφω.

Απ’ την αρχή αποφάσισα ότι υπήρχε ένας και μοναδικός τρόπος να συμβιβάσω μέσα μου, σε
ένα βαθμό, την αντίφαση που συνιστούσε το επάγγελμά μου και να τα βγάλω πέρα με τις
μικρότερες δυνατές απώλειες. Να είμαι τυπικός και απόμακρος έως αγέρωχος με τα ψηλά
καπέλα και προσιτός έως φιλικός με τους υπόλοιπους. Πολλές φορές, όταν είχα ώρα και
διάθεση κι όταν κάποιος υποψήφιος μου φαινόταν δεκτικός, πιάναμε την κουβέντα για
χίλια δυο άλλα, εκτός από τα επαγγελματικά. Μιλούσαμε για τις εμπειρίες και τα
όνειρά μας, τον γνώριζα και με γνώριζε καλύτερα.

Έτσι, μπορεί ο καταναγκασμός να άφηνε τα σημάδια του στο πρόσωπο μου, και τα
χειρότερα σημάδια στην ψυχή μου, μπορεί καμιά φορά να μάλωνα κι άλλοτε να διέκοπτα
τη συνεργασία με κάποιους δουλεμπόρους ή γελωτοποιούς που υποδύονταν τον εργοδότη,
αλλά ποτέ δεν ανέκυψαν παράπονα από υποψηφίους.

Το σύστημα ήταν αξιοκρατικό και η διαδικασία αξιολόγησης αντικειμενική. Χωρίς καμία
εξαίρεση η αρχική απ’ τη δική μας πλευρά και σχεδόν πάντα η τελική απ’ την πλευρά
των επιχειρήσεων. Αυτός ήταν και ο σκοπός της ανάθεσης. Να επισημάνω τρεις-τέσσερις
υποψηφίους με τα απαιτούμενα προσόντα για να προσλάβει η εταιρία εκείνον που θα
έκρινε καταλληλότερο. Πολύ σπάνια ένας επιχειρηματίας δέχεται να μισθοδοτεί, απ’ την
τσέπη του και όχι με τα λεφτά του Δημοσίου (του κάθε πολίτη δηλαδή), τον
οποιονδήποτε ανίκανο έχει γνωριμίες, δόντι ή βύσμα. Τα πράγματα όμως σκάλωναν όταν η
ανάθεση προερχόταν από εταιρία\ του λεγόμενου ευρύτερου δημόσιου τομέα ή από
συνεταιριστικές επιχειρήσεις. Τότε συχνά άλλους πρότεινα εγώ κι άλλους προσλάμβαναν
αυτοί.

Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση ενός υποψηφίου για θέση προγραμματιστή- αναλυτή. Τον
είδα, μου έκανε εντύπωση ο αέρας του και το τουπέ του, τον αξιολόγησα, διαπίστωσα
ότι μερικοί άλλοι υπερείχαν συντριπτικά και τον κατέταξα στην πρότασή μου τέταρτο
με διαφορά από τους πρώτους τρεις. Και του το είπα. Όταν σηκώθηκε να φύγει, γύρισε
και μου είπε χαμογελώντας. «Να ξέρετε ότι η διαδικασία αυτή είναι τυπική, όποιους
και να προτείνετε εσείς, στη θέση αυτή θα προσληφθώ εγώ. Γιατί ο πατέρας μου είναι
μέλος του συνεταιρισμού». Έτσι κι έγινε. Εγώ πρότεινα τους όποιους, εκείνοι
προσέλαβαν τον δικό τους.

Ακόμη περισσότερο με εξόργιζαν κάποιες άλλου είδους μεροληψίες και διακρίσεις. Συχνά
έπαιρνα τηλέφωνο τους εργοδότες και προσπαθούσα να τους πείσω ότι υπήρχαν και
γυναίκες με εξαιρετικά προσόντα. Η απάντηση ήταν γνωστή εκ των προτέρων. Κάποιες
θέσεις ήταν παραδοσιακά μόνον για άνδρες αλλά και, γενικότερα, οι γυναίκες κοστίζουν
πιο πολύ γιατί κάνουν παιδιά, παίρνουν άδεια μητρότητας και λείπουν πιο συχνά από
την εργασία.

Πρωτότυπη ήταν η δικαιολογία για τρεις θέσεις στην οικονομική λειτουργία μεγάλης
κρατικής βιομηχανίας. Έβαλα αγγελίες, έλαβα πληθώρα βιογραφικών, είδα εβδομήντα-
ογδόντα υποψηφίους και πρότεινα τριάντα, με βάση τις οδηγίες της εταιρίας. Υπήρχε μία
υποψήφια διακριτικά ωραία, πανέξυπνη και ικανή, πτυχιούχος με άριστα και
μεταπτυχιακές σπουδές, με γνώση δύο ξένων γλωσσών σε υψηλό επίπεδο, με, με, με. Την
πρότεινα πρώτη στην κατάταξη. Κλείσαμε ραντεβού στα γραφεία μας για να κάνει ο
αρμόδιος διευθυντής ανεπηρέαστος τις συνεντεύξεις και να λάβει την τελική απόφαση.
Είδε κι αυτή την υποψήφια και όταν βγήκε έξω για διάλειμμα, το αγέλαστο
γεροντοπαλίκαρο εξέφρασε με μάτια που έλαμπαν τον θαυμασμό του για τα προσόντα της.

Ύστερα από λίγες μέρες, μας ειδοποίησαν ότι είχαν προσληφθεί μόνον άντρες υποψήφιοι.
Σούταρα τον σκουπιδοτενεκέ στη γωνία, τον έστησα στη θέση του και τον πέτυχα πιο
χορταστικά, είπα και μερικά που θα έκαναν τους τρικυκλάδες στη γωνία με την Τσιμισκή
κι ίσως τους τραβεστί στη γειτονική Πολυτεχνείου να κοκκινίσουν, ύστερα πήρα βαθιές
ανάσες, άναψα τσιγάρο, ήπια δυο γουλιές καφέ και έκανα αυστηρές συστάσεις στον εαυτό
μου. Και τηλεφώνησα τον κύριο διευθυντή.

«Μπορείτε να μου πείτε τι νόημα έχει να μας αναθέτετε την εργασία, να πληρώνετε τόσα
χρήματα, να συμφωνείτε μαζί μας για την κατάταξη των υποψηφίων και να μην
προσλαμβάνετε την πρώτη και καλύτερη;» Έμεινε για λίγο βουβός, ύστερα ξερόβηξε και
αποφάσισε να μου σκάσει το μυστικό. «Ξέρετε, εδώ πέφτουν επάνω μας υπουργοί και
βουλευτές για να προσλάβουμε τις κόρες και τις ανιψιές τους. Είναι αδύνατον να
πάρουμε γυναίκα απ’ έξω έστω και με αδιάβλητη διαδικασία. Έτσι, προσλαμβάνουμε άντρες
και το αιτιολογούμε, λέγοντας τους ότι αυτοί έχουν ειδικά προσόντα που δεν μπορεί να
έχει μια γυναίκα».

Το αριστείο της θρασύτητας όμως απονεμήθηκε στη διοίκηση της συνεταιριστικής τράπεζας
μιας μικρής πόλης. Για να είναι και τυπικά εντάξει με τους μετόχους τους, μας
ζήτησαν να μαγειρέψουμε τη βαθμολογία και να μεταφέρουμε τους καλύτερους άντρες
υποψήφιους από την έβδομη και δέκατη θέση της αξιολόγησης στην πρώτη και τη δεύτερη.
Η ανάθεση είχε γίνει μέσω του κεντρικού μας στην Αθήνα και δέχτηκα αφόρητες πιέσεις
απ’ τον δικό μας πλέον διευθυντή. Ήμασταν στο γραφείο του Νίκου, με απλωμένους τους
φακέλους και το τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση, και με είχε στριμώξει στη γωνία.
«Θα υπογράψεις».
«Ποιος το λέει αυτό;
«Εγώ το λέω και θα υπογράψεις».
«Δεν κατάλαβες καλά, ρε φίλε».

Η λογική είχε πάει περίπατο σ΄αυτή τη μετωοπική σύγκρουση, στην άκρη των χειλιών μου
βρισκόταν ήδη ολόκληρο το σόι του και στα μάτια μου η προοπτική της ανεργίας. Τη
στιγμή εκείνη είδα απέναντι την πόρτα ως από μηχανής θεό. Σηκώθηκα λοιπόν και έφυγα
από το γραφείο για το σπίτι, με το αίμα στο κεφάλι και χωρίς άλλη κουβέντα. Ποτέ δεν
ρώτησα, ποτέ δεν έμαθα τι έγινε, και ευτυχώς κανένας δεν μου ζήτησε μετά τον λόγο.

Με τους ανθρώπους του ιδιαίτερου γραφείου βουλευτών και υπουργών και άλλων
μεγαλόσχημων ήμουν ευγενέστατα περιφρονητικός. Μερικές φορές λαμβάναμε και
σημειώματα ή επιστολές για εξυπηρετήσεις. Να προσέξουμε όλως εξαιρετικώς ή να
τακτοποιήσουμε τον εξαίρετο νέο τάδε ή δείνα. Εκτός μια-δυο που κράτησα για να
γελάσουμε αργότερα με φίλους, αυτές οι επιστολές ακολουθούσαν προδιαγεγραμμένη
διαδρομή με άδοξο τέλος. Από τον ταχυδρόμο στον θυρωρό, από τον θυρωρό στη Σουζάνα
και από κείνη σ’ εμένα, που καταχωρούσα το όνομα του υποψηφίου στον μαύρο κατάλογο
για να μην τον προτείνω και σε καμία άλλη περίπτωση, και απ’ το δεξί στο αριστερό
μου χέρι και στο καλάθι των αχρήστων.

Πολύ επιεικέστερος ήμουν με τους στοργικούς και κακομαθημένους γονείς που με
παρακαλούσαν για τον γιο ή την κόρη τους, συνήθως από το τηλέφωνο και σπάνια με
επίσκεψη στο γραφείο. Εξέφραζα τη συμπάθειά μου, και απλώς τους εξηγούσα ότι, αν το
παιδί τους είχε τα κατάλληλα προσόντα, φυσικά και θα το πρότεινα για την τελική
επιλογή από την εταιρεία.

Η μεγάλη αδυναμία μου όμως ήταν οι γιαγιάδες απ’ το χωριό που απαντούσαν το τηλέφωνο,
δεν άκουγαν καλά και δυσκολεύονταν να καταλάβουν. Ξεχνούσα ακαριαία την
επαγγελματική δεοντολογία και τα χρόνια μου, έβλεπα μια ολόκληρη ζωή στέρησης, το
ρυτιδωμένο πρόσωπο πάνω απ’ τα μαύρα ρούχα, τις μαλακές παντόφλες και τα πιο μαλακά
άσπρα χέρια τους, και οπλιζόμουν με απέραντη υπομονή.
«Πες το πάλι, παιδάκι μου (την ξενόγλωσση ονομασία της εταιρείας μας). Πού
είναι κι αυτό το μολύβι; Λείπει τώρα ο μικρός, να θυμηθώ να του το πω όταν γυρίσει.
Είναι καλός ο Κωστάκης μας, να τον πάρετε στη δουλειά».
«Σου υπόσχομαι ότι θα κάνω ό,τι μπορώ, γιαγιάκα, και μην στενοχωριέσαι εσύ».

Όταν αυξήθηκαν οι αναθέσεις και, σε συνδυασμό με την εσωτερική οργάνωση των
επιχειρήσεων, ήταν πλέον απαραίτητος ο δεύτερος, προσλήφθηκε ο Φάνης κι εγκα-
ταστάθηκε διαγωνίως απέναντι μου στο στενόχωρο δωμάτιο της Βασιλέως Γεωργίου. Ψηλός,
μελαχρινός, αθλητικός, ωραίος και γλυκομίλητος, με το πτυχίο του και το μεταπτυχιακό
απ’ τη Σκοτία, στην πρώτη του δουλειά μετά τη στρατιωτική θητεία του. Μέσα εμείς και
έξω απ’ το παράθυρο τα βρώμικα σιδερένια μπαλκόνια με ένα σκουριασμένο ποδήλατο, με
κάθε είδους κλαμπατσίμπαλα, ξεθωριασμένες μπλε και ροζ κομπινεζόν στο σκοινί, και
καμιά γάτα αλήτισσα να ακροβατεί στα πλέγματα ή τα κάγκελα.

Τον ενημέρωσα, τον εκπαίδευσα, του ανέθεσα τις συγκριτικά απλούστερες θέσεις και, τα
πρώτα χρόνια, όλα τα επαγγελματικά μας πήγαιναν καλά και όλα τα υπόλοιπα ανάποδα.
Πράγμα φυσιολογικό αφού, σχεδόν στο κάθε τι, ήμασταν ο ένας το αντίθετο του άλλου κι
έπρεπε με κάποιον τρόπο να προσαρμοστούμε στο χάσμα της ηλικίας, τις παραξενιές αλλά
και στην εντελώς διαφορετική στάση ζωής. Ο Φάνης είχε περίπου τα μισά μου χρόνια,
βάδιζε την πεπατημένη, έδινε μεγάλη σημασία στους τύπους και τις λεπτομέρειες. Έτσι,
οι μικροπρο-στριβές της καθημερινότητας έπαιρναν διαστάσεις.

Υποτίθεται ότι εγώ τον επέβλεπα, όμως εκείνος μου έκανε τις παρατηρήσεις.
Δικαιολογημένες τις περισσότερες φορές, δε λέω. Πώς έφευγα μετά πέντε ώρες εργασίας
και τον άφηνα μόνο στο γραφείο να αντιμετωπίσει τις τυχόν δυσκολίες, πώς μιλούσα
τόσο δυνατά στο τηλέφωνο, πώς έτρωγα καμιά φορά σάντουιτς ή τυρόπιτα όταν εκείνος
έκανε συνέντευξη, πώς άφηνα ακατάστατο το γραφείο μου και πώς πετούσα φλούδες
πορτοκαλιών στην κουζίνα, πώς, πώς και πώς.

Όχι ότι δεν είχαμε και μερικά σημαντικά κοινά σημεία. Συμφωνούσαμε, για παράδειγμα,
ότι οι πιο αντιπαθητικοί υποψήφιοι (και τελικά ακατάλληλοι για οποιαδήποτε θέση) ήταν
οι ενδεδυμένοι με εξεζητημένη κομψότητα, οι δουλοπρεπείς ή οι θρασείς, εκείνοι που
άφηναν το χέρι τους να κρέμεται ψόφιο στη χειραψία ή έπιαναν την άκρη των δαχτύλων
μας (σφίξε το χέρι, ρε, σαν άντρας) και όσοι απέφευγαν να μας κοιτάξουν στα μάτια
κατά τη συνέντευξη. Ακόμη, όσοι προσπαθούσαν να μας επηρεάσουν με γνωριμίες και οι
γυναίκες που επιδείκνυαν την πραγματική ή υποθετική ομορφιά τους.

Όσον αφορά τις προσωπικές μας σχέσεις, οι εναλλακτικές δυνατότητες ήταν τέσσερις. Να
αλλάξω εγώ από τη θετική επίδραση του Φάνη (το κάπως δύσκολο στην ηλικία μου), να
αλλάξει ο Φάνης απ’ το αρνητικό δικό μου παράδειγμα (το εξίσου δύσκολο για την
υπεροψία του νέου), να μην αλλάξει κανείς από τους δύο (το φυσιολογικό) ή να
αλλάξουμε και οι δύο (το εξαιρετικά σπάνιο).

Αν και δεν το πίστευα με τίποτα, τελικά αλλάξαμε και οι δύο. Με τον καιρό, φαίνεται
ότι καταλάβαμε πιο καλά ο ένας τον άλλο, εγώ έλεγξα τον αυθορμητισμό μου, έγινα πιο
τακτικός και πρόσεχα περισσότερο όσα τον ενοχλούσαν, ενώ ο Φάνης εκτίμησε το δικό
μου πρότυπο ζωής. Βοήθησαν και οι ατέλειωτες συζητήσεις, τα ταξίδια με το αυτοκίνητό
του για εσωτερική οργάνωση ή για επιλογή προσωπικού, σε εταιρίες με έδρα μικρότερες
πόλεις της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας.

Ο Νίκος είχε βέβαια μεγάλες ευθύνες και σκοτούρες και σχεδόν ποτέ δεν ανακατευόταν
στη διαδικασία επιλογής. Επέβλεπε κυρίως τα πολυπληθέστερα και πιο προσοδοφόρα άλλα
τμήματα, ετοίμαζε, πλάι σ’ ένα τασάκι που ξεχείλιζε αποτσίγαρα, προϋπολογισμούς και
προγράμματα ανάπτυξης των πωλήσεων, μας έδινε τους φιλόδοξους αναλυτικούς ετήσιους
στόχους, του δίναμε τους πιο ταπεινούς μηνιαίους απολογισμούς μας, γκρίνιαζε όταν
υστερούσαμε και έλεγε ότι θα φωνάζει η Αθήνα και ότι πρέπει να δουλέψουμε πιο
εντατικά, ήταν ευτυχισμένος όταν σπανίως τους υπερβαίναμε και πάντοτε πρόθυμος να
προσφέρει τη βοήθεια του όταν σπανιότατα τη ζητούσαμε. Συχνά έμπαινε στο γραφείο μας
για το τελευταίο ανέκδοτο ή ένα σύντομο σχολιασμό της επικαιρότητας.

Στα εφτά-οχτώ χρόνια που συνεργαστήκαμε με τον Φάνη (όπως και στα προηγούμενα που
ήμουν μόνος), απ’ το γραφείο μας παρέλασαν πολλές ωραίες γυναίκες. Άλλες
διακριτικά, άλλες εντυπωσιακά, και άλλες κραυγαλέα. Πολλές ήταν κι εκείνες που
βαθμολόγησαν με άριστα τα δικά του φανερά προσόντα. Όταν τελείωνα τη συνέντευξη μου
κι εκείνος άρχιζε τη δική του, έβλεπα, λόγου χάρη, (και διασκέδαζα) μια υποψήφια για
τη θέση γραμματέως, ξανθιά και καλοκαμωμένη έως εκρηκτική, να έχει ρίξει πλάι το
μαλλί και το κεφάλι, κι όταν εκείνος τη ρωτούσε σοβαρότατα για τις σπουδές και την
προϋπηρεσία της, εκείνη να απαντάει με φωνή μισοσβησμένη και βραχνή ενώ του έριχνε
λιγωμένες ματιές. Ο Φάνης όμως ήταν βράχος. Δεν έβλεπε, δεν άκουγε, δεν καταλάβαινε,
έλεγχε απολύτως την πλεονάζουσα τεστοστερόνη. Παρόλο που δεν ήταν πια νιόπαντρος,
και πιο πολύ παρόλο που του άρεσε το ερωτικό παιχνίδι. Απλούστατα δεν άλλαζε τη Λίζα
των εφηβικών του χρόνων με καμία άλλη, στιγμιαία, πρόσκαιρη ή μόνιμη.

Με τον καιρό, επισήμανα και εκπληκτικές αλλαγές στη συμπεριφορά του. Να επιδεικνύει
επιείκεια στα παραπτώματά μου, να μου διδάσκει με υπομονή τη χρήση του υπολογιστή,
να με προσέχει με τη στοργή του νεότερου προς τον μεγαλύτερο. Όταν έμπαιναν στο
γραφείο εικοσι-πεντάχρονοι που αναζητούσαν πιο συγκεκριμένη επαγγελματική κατεύθυνση,
εγώ καθόμουν και τους εξηγούσα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των
προσόντων τους, και τις προοπτικές τους με τα δεδομένα της αγοράς εργασίας. Καλά, τι
απασχολείσαι μαζί τους τόση ώρα; απορούσε παλιά ο Φάνης, μην βλέποντας κάποιο
πρακτικό όφελος για μας και για την εταιρία. Αργότερα όμως διαπίστωσα ότι κι εκείνος
έκανε ακριβώς τα ίδια.

Το πιο εκπληκτικό απ’ όλα έγινε λίγους μήνες πριν έλθει το πλήρωμα του χρόνου και
αποχωρήσω από την εταιρεία. Αν και η λογοτεχνία δεν ήταν μέσα στα ενδιαφέροντα του,
ο Φάνης εμφανίστηκε ξαφνικά σε μια ποιητική εκδήλωση που οργάνωσε για μένα το πρώτο
διαμέρισμα του δήμου. Μπήκε πρώτος στην αίθουσα, έστησε τον τρίποδα και την κάμερα,
έκανε τη βιντεοσκόπησή του ευσυνείδητα, άκουσε τις εισηγήσεις και τα ποιήματα μου,
έφυγε τελευταίος. Μετά απ’ αυτό, τίποτα πια δεν αποκλείεται. Ακόμη και κάποιο βράδυ
βροχερό να έριξε καμιά ματιά στα ποιητικά βιβλία που του είχα χαρίσει.

Αυτές τις ιστορίες και άλλες πιο πρόσφατες λέμε κατά διαστήματα όταν βγαίνουμε ο δυο
μας το βράδυ για ψαράκι ή θαλασσινά. Όπως στα Κύματα του Πλαταμώνα, μέσα απ’ τη
τζαμαρία και πλάι στη θάλασσα όταν γυρίζαμε απ’ τα ταξίδια μας στον νότο. Και πως ο
Φάνης, αν και το δικαιούται πλήρως, δεν είναι πια διατεθειμένος να καταβάλει το
τίμημα για να ανέλθει υψηλά στην ιεραρχία. Γιατί θεωρεί ότι υπάρχουν πολύ πιο
σημαντικά πράγματα στον κόσμο.

Δεν ξέρω πώς έγινε τόσα και τόσα χρόνια στο μαγκανοπήγαδο, αλλά ποτέ μου δεν τα
κατάφερα να βλέπω πόρους, τίτλους και στολές. Στο γραφείο και οπουδήποτε αλλού. Μόνον
ανθρώπους με ανθρώπινα ελαττώματα σαν τα δικά μου, που τους αξίζει το καλύτερο. Και
ύστερα να δέχομαι μοιρολατρικά τη αναπόφευκτη τιμωρία του αιρετικού. Αλλά και να
εισπράττω τη δίκαιη ανταμοιβή του. Που είναι ο Φάνης και η Σουζάνα και διάφοροι άλλοι
στις διαδρομές και στάσεις της ζωής μου.