Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

Αλμπατζάλ ή Πώς Βούλωσα τα Μεγάφωνα

Καθόμουν αναπαυτικά στην πολυθρόνα του γραφείου, πίσω απ' τα τζάμια, στο τέταρτο πάτωμα, στον κεντρικό απόκεντρο δρόμο, παρακολουθώντας αδιάφορα το πλήθος που πηγαινόφερνε στα μαγαζιά. Η βουή που ανέβαινε από κάτω, χαρμάνι από ομιλίες, κραυγές μικροπωλητών, κλάξον και φρεναρίσματα, το μπαστούνι του τυφλού της γωνίας, μου βασάνιζε ασυναίσθητα τ' αυτιά. Δουλειά δεν είχα τόσο το καλύτερο από μέρες τώρα είχα αποφασίσει, αντί να προσπαθώ ν' αυξήσω τα κέρδη, να μειώσω τις ανάγκες μου. Πάει κι αυτό το πρόβλημα, το κλώτσησα σαν άδειο κονσερβοκούτι κι ησύχασα.// ................................................................................................................................................................................................... Εκείνο όμως που τελευταία είχε καταντήσει κυριολεκτικά αφόρητο ήταν το ζήτημα της γλώσσας. Δυόμισι εκατομμύρια άνθρωποι σ' αυτή τη συφοριασμένη πολιτεία χρησιμοποιούν κάθε μέρα τις ίδιες λέξεις, τις ίδιες λέξεις κάθε μέρα, όχι βέβαια ότι τις ακούω απ' όλους αλλά είμαι σίγουρος ότι σηκώνονται το πρωί και λένε καλημέρα, χαίρετε, γεια σας, κι άλλες αηδίες, φθαρμένα υποδήματα, γάντια που τους έρχονται όλους κουτί, για δουλειές, για διασκέδαση, για το τίποτα, χρόνια φοράνε τα ίδια λερωμένα εσώρουχα. Λέξεις κολλημένες σα τρύπια δεκάρα στην άσφαλτο του καλοκαιριού που κανένας δεν νοιάζεται να πετάξει στον υπόνομο.// .......................................................................................................................................................................................................... Οι ξένες γλώσσες αποδείχτηκαν κι αυτές ανώφελες αφού κάθε τους λέξη μου θύμιζε την αντίστοιχη δική μας. Εξάλλου ήταν το ίδιο μεταχειρισμένες καθώς κυκλοφορούσαν σ' αμέτρητα ξένα στόματα. Και το χειρότερο όταν φτάναμε στις αόριστες έννοιες. Τότε πια κανένας δεν ήξερε τι ξεστόμιζε, πάντα με σοβαρό ύφος, ή άλλο έλεγε κι άλλο ήθελε να πει ή ακόμα άλλο ο άλλος καταλάβαινε. Μέσα σ' αυτή τη βαβυλωνία, άρχισα να μην αισθάνομαι καθόλου καλά, οι λέξεις με γρονθοκοπούσαν ασταμάτητα, ένιωθα κάθε μέρα και πιο ματωμένος, έτρεχα στον καθρέφτη κι αντίκριζα την ίδια παράξενη, αγωνιώδη φάτσα χωρίς ίχνος αίμα. Μέχρι που βαρέθηκα.// ...................................................................................................................................................................................................... Έπρεπε να βρω κάποιον τρόπο να φιμώσω τα μεγάφωνα πριν μου στρίψει ολότελα, πάντοτε υποπτευόμουν ότι ένα ποσοστό τουλάχιστον τρέλας μούχανε φορτώσει οι πάσης φύσεως πρόγονοί μου. Από μικρό μ' έτρωγε το σαράκι της φυγής, τ'αλήτικο αίμα μου, οι πολλές μεταναστεύσεις των προπατόρων μου. Μα τούτο το πρόβλημα φυγή δεν σήκωνε, με χτυπούσε κάτω σαν χταπόδι, η μόνη λύση ήταν το στούμπωμα, αλλά πώς; ................................................................................................................................................................................................................. Η πόρτα του γραφείου χτύπησε, μπήκε κάποιος μεσόκοπος. - Έχω κάτι για μετάφραση, μουρμούρισε κουνώντας ένα χαρτί. Τότε μου κατέβηκε η σωτήρια ιδέα. - Αλμπατζάλ, ψιθύρισα. - Ορίστε; παραξενεύτηκε. - Αλμπατζάλ, αλμπατζάλ.// ...................................................................................................................................................................................................... Έκανε δυο βήματα προς τα πίσω κοιτάζοντας δεξιά, αριστερά. Τον κάρφωσα με το βλέμμα. - Αλμπατζάλ, βρυχήθηκα. Τόβαλε στα πόδια. ....................................................................................................................................................................................................... Νιώθω τώρα απέραντη ανακούφιση. Σ' οποιοδήποτε φωνητικό κατασκεύασμα μου πετάξουν κατάμουτρα, έχω την μαγική μου λέξη σαν χούφτα λάσπη που μ' ευστοχία βουλώνει τα μεγάφωνα. Αλμπατζάλ είναι το σύμβολο μου, το όπλο κι η παρηγοριά μου. Μπορεί βέβαια εύκολα να φανταστεί κανείς τις συνέπειες αλλά, αλμπατζάλ, μήπως μπορούμε ποτέ να συνεννοηθούμε πραγματικά; .................................................................................................................................................................................................... Συνήθισα και τα περίεργα βλέμματα, και το κούνημα του κεφαλιού, και τους φίλους μου που τελευταία είναι τρομερά απασχολημένοι. Μόνον εγώ περνάω τώρα το κατώφλι του γραφείου ή κάποιος έρανος για τους τυφλούς. Στις φλέβες μου όμως κυλάει μια απέραντη γαλήνη. Ξέρω ότι είμαι ο άνθρωπος που φάνηκε επιτέλους συνεπής στη ζωή του. ......................................................................................................................................................................................................... (από τη συλλογή διηγημάτων Αλμπατζάλ, 1971)